θελεμός: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thelemos | |Transliteration C=thelemos | ||
|Beta Code=qelemo/s | |Beta Code=qelemo/s | ||
|Definition= | |Definition=θελεμόν, [[epithet]] of [[πῶμα]], A.''Supp.''1027 (lyr.): glossed by [[οἰκτρόν]], [[ἥσυχον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; but, = [[θελημός]], acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. ''EM''103.48. Adv. [[θελεμῶς]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit [[ἐθελημός]] zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν [[πῶμα]] χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von [[θάλλω]], [[θηλέω]], nährend, befruchtend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit [[ἐθελημός]] zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν [[πῶμα]] χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von [[θάλλω]], [[θηλέω]], nährend, befruchtend. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui coule <i>ou</i> jaillit de soi-même, <i>ou</i> pê fécondant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάλλω]] <i>ou</i> [[θηλέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θελεμός:''' [(ἐ)[[θέλω]] (о водах Нила) собственной силой текущий, т. е. полноводный, по друг. [[θάλλω]] или [[θηλέω]] оплодотворяющий, живительный ([[πῶμα]], ''[[sc.]]'' τῶν ποταμῶν Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θελεμός''': όν: - θελεμὸν [[πῶμα]], ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. | |lstext='''θελεμός''': όν: - θελεμὸν [[πῶμα]], ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1027· ὁ Coningt. προτείνει θελεμωτέρῳ πνεύματι [[ὡσαύτως]] ἐν Θήβ. 707. Ὑποτίθεται ἐν Ε. Μ. 103. 48, ὡς πρῶτος [[τύπος]] τοῦ [[ἐθελημός]]· καὶ ὁ Ἀρκάδ. 61. 3, λέγει, τὸ δὲ θελεμὸς ἀπὸ τοῦ θελημὸς ὀξύνεται. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ό (Α [[θελεμός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θελεμός]]<br />[[θέληση]], [[βούληση]] («[[θελεμός]] τ' αφέντη [[στραβός]] ο [[τοίχος]]» — η [[θέληση]] του αφέντη εκτελείται [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] παράλογη, παροιμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[μόνος]] του, με τη θέλησή του<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θελεμῶς</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἰκτρῶς, ἠσύχως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο νεοελλ. τ. [[είναι]] παράγωγο του [[θέλω]], υπάρχει όμως [[αβεβαιότητα]] ως [[προς]] την ακριβή [[σημασία]] και την ετυμολογική [[προέλευση]] του αρχαίου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
θελεμόν, epithet of πῶμα, A.Supp.1027 (lyr.): glossed by οἰκτρόν, ἥσυχον, Hsch.; but, = θελημός, acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. EM103.48. Adv. θελεμῶς Hsch.
German (Pape)
[Seite 1192] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit ἐθελημός zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν πῶμα χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von θάλλω, θηλέω, nährend, befruchtend.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui coule ou jaillit de soi-même, ou pê fécondant.
Étymologie: cf. θάλλω ou θηλέω.
Russian (Dvoretsky)
θελεμός: [(ἐ)θέλω (о водах Нила) собственной силой текущий, т. е. полноводный, по друг. θάλλω или θηλέω оплодотворяющий, живительный (πῶμα, sc. τῶν ποταμῶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θελεμός: όν: - θελεμὸν πῶμα, ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1027· ὁ Coningt. προτείνει θελεμωτέρῳ πνεύματι ὡσαύτως ἐν Θήβ. 707. Ὑποτίθεται ἐν Ε. Μ. 103. 48, ὡς πρῶτος τύπος τοῦ ἐθελημός· καὶ ὁ Ἀρκάδ. 61. 3, λέγει, τὸ δὲ θελεμὸς ἀπὸ τοῦ θελημὸς ὀξύνεται.
Greek Monolingual
-ό (Α θελεμός, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός
θέληση, βούληση («θελεμός τ' αφέντη στραβός ο τοίχος» — η θέληση του αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.)
αρχ.
1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του
2. ήρεμος, ήσυχος.
επίρρ...
θελεμῶς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκτρῶς, ἠσύχως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. είναι παράγωγο του θέλω, υπάρχει όμως αβεβαιότητα ως προς την ακριβή σημασία και την ετυμολογική προέλευση του αρχαίου].