Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιστεφής: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristefis
|Transliteration C=peristefis
|Beta Code=peristefh/s
|Beta Code=peristefh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wreathed]], [[crowned]], <b class="b3">ἀνθέων π</b>. [[with a crown]] of flowers, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>895</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[twining]], [[encircling]], κισσός <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>651</span> (lyr.).</span>
|Definition=περιστεφές,<br><span class="bld">A</span> [[wreathed]], [[crowned]], <b class="b3">ἀνθέων π.</b> [[with a crown]] of flowers, S.''El.''895.<br><span class="bld">II</span> Act., [[twining]], [[encircling]], κισσός E.''Ph.''651 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[περιστέφω]].
|btext=ής, ές :<br />[[couronné]].<br />'''Étymologie:''' [[περιστέφω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.
|elnltext=περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστεφής Medium diacritics: περιστεφής Low diacritics: περιστεφής Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: peristephḗs Transliteration B: peristephēs Transliteration C: peristefis Beta Code: peristefh/s

English (LSJ)

περιστεφές,
A wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, S.El.895.
II Act., twining, encircling, κισσός E.Ph.651 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 594] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; χώρα ὄρεσι π., Plut. Fab. M. 6, – κισσός, Eur. Phoen. 654, akt.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné.
Étymologie: περιστέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.

Russian (Dvoretsky)

περιστεφής:
1 увенчанный: περιστεφὴς ἀνθέων θήκη Soph. убранная цветами могила; χώρα ὄρεσι π. Plut. край, опоясанный горами;
2 обвивающий(ся) (κισσός Eur.).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ περιστέφω
αυτός που περιβάλλεται από παντού σαν με στεφάνι, στεφανωμένος ολόγυρα
αρχ.
αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει κάτι, που περικυκλώνει κάτι.
επίρρ...
περιστεφῶς ΜΑ
με τρόπο περιστεφή.

Greek Monotonic

περιστεφής: -ές (στέφω),·
I. στεφανωμένος, εστεμμένος, ἀνθέων περιστεφής, αυτός που έχει στεφάνι από λουλούδια, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, κισσός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιστεφής: -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.

Middle Liddell

περι-στεφής, ές στέφω
I. wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, Soph.
II. act. twining, encircling, κισσός Eur.