ἀναβάδην: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anavadin
|Transliteration C=anavadin
|Beta Code=a)naba/dhn
|Beta Code=a)naba/dhn
|Definition=[βᾰ], Adv., (ἀναβαίνω) lit.<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">going up</b>, but usu. <b class="b2">with one's feet up, lying down</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1123</span>, <span class="bibl">D.Chr.62.6</span>, Plu.2.336c, cf. <span class="bibl">Ath.12.528f</span>, <span class="bibl">Poll.3.90</span>; so prob. in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>399</span>,<span class="bibl">410</span>, but expl. by a Sch. as <b class="b2">upstairs</b>.</span>
|Definition=[βᾰ], Adv., ([[ἀναβαίνω]]) lit. [[going up]], but usually [[with one's feet up]], [[lying down]], Ar.''Pl.''1123, D.Chr.62.6, Plu.2.336c, cf. Ath.12.528f, Poll.3.90; so prob. in [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''399,410, but expl. by a Sch. as [[upstairs]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-βᾰ-]<br />adv. [[con los pies por alto]] [[ἀναβάδην]] ποεῖ τραγῳδίαν Ar.<i>Ach</i>.399 (pero interpr. ἐπὶ τῆς σκηνῆς μετέωρος Sch.<i>ad loc</i>.), cf. 410, [[ἀναβάδην]] ἀναπαύομαι Ar.<i>Pl</i>.1123, [[ἀναβάδην]] ... καθήμενον Ath.528f, cf. Poll.3.90, ἐπὶ ... κλίνης [[ἀναβάδην]] D.Chr.62.6, [[ἀναβάδην]] ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Plu.2.336c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0179.png Seite 179]] ([[βαίνω]]), in die Höhe steigend, in der Höhe sich befindend, Ar. Ach. 374, 385, [[ἀναβάδην]] ποιεῖ τραγῳδίαν, Euripides macht oben Tragödien, wo komisch [[καταβάδην]] entgeggstzt ist; Pl. 1123 [[ἀναβάδην]] ἀναπαύομαι, womit Plut. fort. Al. II, 3 ἀν. καθῆσθαι zu vgl., müßig dasitzen, mit übereinander geschlagenen oder mit hochgelegten u. ausgestreckten Füßen, wie Ath. XII, 529 a vom Sardanapal.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0179.png Seite 179]] ([[βαίνω]]), in die Höhe steigend, in der Höhe sich befindend, Ar. Ach. 374, 385, [[ἀναβάδην]] ποιεῖ τραγῳδίαν, Euripides macht oben Tragödien, wo komisch [[καταβάδην]] entgeggstzt ist; Pl. 1123 [[ἀναβάδην]] ἀναπαύομαι, womit Plut. fort. Al. II, 3 ἀν. καθῆσθαι zu vgl., müßig dasitzen, mit übereinander geschlagenen oder mit hochgelegten u. ausgestreckten Füßen, wie Ath. XII, 529 a vom Sardanapal.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[en montant]], [[en haut]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνᾰβάδην:''' (βᾰ) adv. высоко, на возвышении Arph., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναβάδην''': [βᾰ], ἐπίρρ. ([[ἀναβαίνω]]) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς [[ὕψος]], ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ [[καταβάδην]] (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, [[ἀναβάδην]] ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ [[ἀναβάδην]] καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[καταβάδην]]·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς [[ἔννοια]]. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ.
|lstext='''ἀναβάδην''': [βᾰ], ἐπίρρ. ([[ἀναβαίνω]]) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς [[ὕψος]], ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ [[καταβάδην]] (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, [[ἀναβάδην]] ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ [[ἀναβάδην]] καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[καταβάδην]]·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς [[ἔννοια]]. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en montant, en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-βᾰ-]<br />adv. [[con los pies por alto]] [[ἀναβάδην]] ποεῖ τραγῳδίαν Ar.<i>Ach</i>.399 (pero interpr. ἐπὶ τῆς σκηνῆς μετέωρος Sch.<i>ad loc</i>.), cf. 410, [[ἀναβάδην]] ἀναπαύομαι Ar.<i>Pl</i>.1123, [[ἀναβάδην]] ... καθήμενον Ath.528f, cf. Poll.3.90, ἐπὶ ... κλίνης [[ἀναβάδην]] D.Chr.62.6, [[ἀναβάδην]] ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Plu.2.336c.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ἀναβάδην:''' [βᾰ], επίρρ. ([[ἀναβαίνω]]), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική [[κλίση]], στον Αριστοφ. [[ψηλά]], στα ύψη.
|lsmtext='''ἀναβάδην:''' [βᾰ], επίρρ. ([[ἀναβαίνω]]), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική [[κλίση]], στον Αριστοφ. [[ψηλά]], στα ύψη.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀνᾰβάδην:''' (βᾰ) adv. высоко, на возвышении Arph., Plut.
|mdlsjtxt=[[ἀναβαίνω]]<br />[[going]] up, mounting: — in Ar., [[aloft]], upstairs.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβάδην Medium diacritics: ἀναβάδην Low diacritics: αναβάδην Capitals: ΑΝΑΒΑΔΗΝ
Transliteration A: anabádēn Transliteration B: anabadēn Transliteration C: anavadin Beta Code: a)naba/dhn

English (LSJ)

[βᾰ], Adv., (ἀναβαίνω) lit. going up, but usually with one's feet up, lying down, Ar.Pl.1123, D.Chr.62.6, Plu.2.336c, cf. Ath.12.528f, Poll.3.90; so prob. in Ar.Ach.399,410, but expl. by a Sch. as upstairs.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-βᾰ-]
adv. con los pies por alto ἀναβάδην ποεῖ τραγῳδίαν Ar.Ach.399 (pero interpr. ἐπὶ τῆς σκηνῆς μετέωρος Sch.ad loc.), cf. 410, ἀναβάδην ἀναπαύομαι Ar.Pl.1123, ἀναβάδην ... καθήμενον Ath.528f, cf. Poll.3.90, ἐπὶ ... κλίνης ἀναβάδην D.Chr.62.6, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Plu.2.336c.

German (Pape)

[Seite 179] (βαίνω), in die Höhe steigend, in der Höhe sich befindend, Ar. Ach. 374, 385, ἀναβάδην ποιεῖ τραγῳδίαν, Euripides macht oben Tragödien, wo komisch καταβάδην entgeggstzt ist; Pl. 1123 ἀναβάδην ἀναπαύομαι, womit Plut. fort. Al. II, 3 ἀν. καθῆσθαι zu vgl., müßig dasitzen, mit übereinander geschlagenen oder mit hochgelegten u. ausgestreckten Füßen, wie Ath. XII, 529 a vom Sardanapal.

French (Bailly abrégé)

adv.
en montant, en haut.
Étymologie: ἀναβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰβάδην: (βᾰ) adv. высоко, на возвышении Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβάδην: [βᾰ], ἐπίρρ. (ἀναβαίνω) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς ὕψος, ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: ἐντεῦθεν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ καταβάδην (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ ἀναβάδην καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καταβάδην·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἀληθὴς ἔννοια. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ.

Greek Monolingual

ἀναβάδην επίρρ. (Α) ἀναβαίνω
1. ανεβαίνοντας σε ύψος, ψηλά
2. (για θηλυπρεπή στάση) ανακούρκουδα, ανάσκελα και με τα πόδια σηκωμένα ψηλά.

Greek Monotonic

ἀναβάδην: [βᾰ], επίρρ. (ἀναβαίνω), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική κλίση, στον Αριστοφ. ψηλά, στα ύψη.

Middle Liddell

ἀναβαίνω
going up, mounting: — in Ar., aloft, upstairs.