πεντήρης: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentiris
|Transliteration C=pentiris
|Beta Code=penth/rhs
|Beta Code=penth/rhs
|Definition= (''[[sc.]]'' [[ναῦς]]), ἡ, [[quinquereme]], <span class="bibl">Plb.8.4.2</span>, al. (but [[falsa lectio|f.l.]] for [[πεντετηρίς]] <span class="bibl">Hdt.6.87</span>); in full, <b class="b3">ναῦς π</b>. <span class="bibl">D.S.2.5</span>, <span class="bibl">14.41</span>: πεντηρικὰ [[πλοῖα]], [[σκάφη]], <span class="bibl">Plb.1.59.8</span>, <span class="bibl">3.41.2</span>, cf. <span class="bibl">D.S.14.41</span>.
|Definition= (''[[sc.]]'' [[ναῦς]]), ἡ, [[quinquereme]], Plb.8.4.2, al. (but [[falsa lectio|f.l.]] for [[πεντετηρίς]] Hdt.6.87); in full, <b class="b3">ναῦς π.</b> D.S.2.5, 14.41: πεντηρικὰ [[πλοῖα]], [[σκάφη]], Plb.1.59.8, 3.41.2, cf. D.S.14.41.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντήρης Medium diacritics: πεντήρης Low diacritics: πεντήρης Capitals: ΠΕΝΤΗΡΗΣ
Transliteration A: pentḗrēs Transliteration B: pentērēs Transliteration C: pentiris Beta Code: penth/rhs

English (LSJ)

(sc. ναῦς), ἡ, quinquereme, Plb.8.4.2, al. (but f.l. for πεντετηρίς Hdt.6.87); in full, ναῦς π. D.S.2.5, 14.41: πεντηρικὰ πλοῖα, σκάφη, Plb.1.59.8, 3.41.2, cf. D.S.14.41.

German (Pape)

[Seite 559] ες, fünfruderig, mit fünf Reihen Ruderbänken, vgl. τριήρης; Her. 6, 87; Pol. 8, 6, 2; D. Sic. 20, 49.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
à cinq rangs ; ἡ πεντήρης (ναῦς) vaisseau à cinq rangs de rames, quinquerème.
Étymologie: πέντε, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

πεντήρης: ἡ (sc. ναῦς) пентера (судно с пятью рядами весел) Her., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

πεντήρης: (ἐξυπακ. ναῦς), ἡ, πλοῖον ἔχον πέντε σειρὰς κωπῶν, Ἡρόδ. 6. 87, Πολύβ. 8. 6, 2, κτλ.· ― οὕτω, πεντηρικὸν πλοῖον, σκάφος ὁ αὐτ. 1. 59, 8., 3. 41. 2, κτλ. ― Ἴδε ἐν λ. τριήρης.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
(ενν. ναῦς) (στην αρχαιότητα) νεώτερος σχετικά τύπος πολεμικού πλοίου, μεγαλύτερου από την τριήρη, με πέντε σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά, ή, κατ' άλλους, τύπος πλοίου του οποίου το κάθε κουπί το χειρίζονταν πέντε κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ήρης (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πεντήρης: (ενν. ναῦς), , πλοίο με πέντε ιστία, σε Ηρόδ.· ομοίως, πεντηρικὸν πλοῖον, σκάφος, σε Πολύβ.· βλ. τριήρης.

Middle Liddell


(sc. ναῦσ), a quinquereme, Hdt.:—so, πεντηρικὸν, πλοῖον, σκάφος Polyb.:—v. τριήρης.