καταβαπτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(19)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katavaptizo
|Transliteration C=katavaptizo
|Beta Code=katabapti/zw
|Beta Code=katabapti/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dip, drown</b>, of wine, κ. τὴν ζωτικὴν δύναμιν <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.17</span>; τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ach.Tat.1.3</span>:—Pass., <b class="b2">to be submerged, overwhelmed</b>, ὑπὸ τῆς ὑγρότητος <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Gal.</span>1.278D.</span>; καταβαπτισθήσεταί μοι τὸ ζῆν <span class="bibl">Alciphr. 2.3</span>.</span>
|Definition=[[dip]], [[drown]], of wine, κ. τὴν ζωτικὴν δύναμιν Alex.Aphr.''Pr.''1.17; τὴν ψυχήν Ach.Tat.1.3:—Pass., to [[be submerged]], [[overwhelmed]], ὑπὸ τῆς ὑγρότητος Steph.''in Gal.''1.278D.; καταβαπτισθήσεταί μοι τὸ ζῆν Alciphr. 2.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβαπτίζω]] (AM)<br /><b>1.</b> (κυριολ. και συν. μτφ.) [[βυθίζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] στο [[νερό]], [[καταπνίγω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατακλύζω]], [[καταπλημμυρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[βαπτίζω]] με αντικανονικό, με σχισματικό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιλούζω]], [[καταβρέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βαπτίζω]] «[[βυθίζω]]»].
|mltxt=[[καταβαπτίζω]] (AM)<br /><b>1.</b> (κυριολ. και συν. μτφ.) [[βυθίζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] στο [[νερό]], [[καταπνίγω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατακλύζω]], [[καταπλημμυρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[βαπτίζω]] με αντικανονικό, με σχισματικό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιλούζω]], [[καταβρέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βαπτίζω]] «[[βυθίζω]]»].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=plonger dans, submerger ; faire descendre, précipiter<br>[[κατά]], [[βαπτίζω]]
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβαπτίζω Medium diacritics: καταβαπτίζω Low diacritics: καταβαπτίζω Capitals: ΚΑΤΑΒΑΠΤΙΖΩ
Transliteration A: katabaptízō Transliteration B: katabaptizō Transliteration C: katavaptizo Beta Code: katabapti/zw

English (LSJ)

dip, drown, of wine, κ. τὴν ζωτικὴν δύναμιν Alex.Aphr.Pr.1.17; τὴν ψυχήν Ach.Tat.1.3:—Pass., to be submerged, overwhelmed, ὑπὸ τῆς ὑγρότητος Steph.in Gal.1.278D.; καταβαπτισθήσεταί μοι τὸ ζῆν Alciphr. 2.3.

German (Pape)

[Seite 1339] untertauchen, im Wasser ersticken, ersäufen, Sp., auch übertr., ὑπὸ μέθης, λύπης καταβαπτίζεσθαι, τὸν νοῦν καταβαπτισθείς, Eumath.

Greek (Liddell-Scott)

καταβαπτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, βυθίζω ἐντὸς τοῦ ὕδατος, καταπνίγω, τὸ πλῆθος τοῦ οἴνου τὴν ζωτικὴν δύναμιν… καταβαπτίζει Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 17, Ἀλκίφρ. 2-3, πρβλ. Ἀχιλλ. Τατ. 1. 3. -Παθ., πνίγομαι, ὑπὸ μέθης, τῇ θλίψει Εὐμάθ. σ. 198.

Greek Monolingual

καταβαπτίζω (AM)
1. (κυριολ. και συν. μτφ.) βυθίζω κάτι μέσα στο νερό, καταπνίγω
2. μτφ. κατακλύζω, καταπλημμυρίζω
3. εκκλ. βαπτίζω με αντικανονικό, με σχισματικό τρόπο
μσν.
1. περιλούζω, καταβρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βαπτίζω «βυθίζω»].

French (New Testament)

plonger dans, submerger ; faire descendre, précipiter
κατά, βαπτίζω