ἑδριάω: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=edriao | |Transliteration C=edriao | ||
|Beta Code=e(dria/w | |Beta Code=e(dria/w | ||
|Definition=<span class=" | |Definition=<span class="bld">A</span> [[seat]] or [[set]]:—Pass., [[sit]], only in Ep. forms ἑδριόωνται Hes.''Th.''388; ἑδριόωντο Il.10.198, Od.7.98; ἑδριάασθαι 3.35.<br><span class="bld">II</span> intr. in Act., [[sit]], Theoc.17.19, A.R.3.170. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [c. diéct. v. med. impf. ἑδριόωντο <i>Il</i>.10.198, inf. ἑδριάασθαι <i>Il</i>.11.646]<br />[[sentarse]], [[estar sentado]] en v. med. ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ <i>Il</i>.10.198, cf. <i>Od</i>.7.98, 16.344, A.R.1.330, Q.S.10.336, κατὰ δ' ἑδριάασθαι ἄνωγε <i>Il</i>.11.646, 778, cf. <i>Od</i>.3.35, <i>h.Cer</i>.191, 193, (los hijos de Estigia) αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ ... ἑδριόωνται Hes.<i>Th</i>.388<br /><b class="num">•</b>en v. act. παρὰ δ' αὐτὸν (Zeus) [[Ἀλέξανδρος]] ... ἑδριάει Theoc.17.19, ἐνὶ χώρῃ ἐπισχερὼ ἑδριόωντες A.R.3.170, Δίκη ... ἐν δὲ Διὸς Κρονίδεω στήθεσιν ἑδριάει <i>Eleg.Alex.Adesp</i>.2.3H., ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωντας Orph.<i>A</i>.804. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0717.png Seite 717]] sitzen, Theocr. 17, 19 Orph. Arg. 802 Ap. Rh. 3, 170. – Hom. im med.; ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il. 10, 198; Od. 7, 98; Hes. Th. 388. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être assis;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἑδριάομαι]] <i>(seul. prés. et impf.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑδριάω:''' [[сидеть]] Theocr.; med. Hom., Hes. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἑδριάω''': παθ., [[καθέζομαι]], μόνον ἐν Ἐπ. τύποις ἑδριόωνται Ἡσ. Θ. 388· ἑδριόωντο Ἰλ. Κ. 198, Ὀδ. Η. 98· ἑδριάασθαι Ὀδ. γ. 35. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[κάθημαι]], Θεόκρ. 17. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 170. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑδριάω:'''<b class="num">I.</b> [[καθίζω]] ή [[τοποθετώ]] — Παθ., [[κάθομαι]], σε Επικ. τύπους γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ., <i>ἑδριόωνται</i>, [[ἑδριόωντο]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· απαρ., <i>ἑδριάασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., [[κάθομαι]], σε Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἑδριάω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[seat]] or set:—Pass. to sit, in epic forms 3rd pl. pres. and imperf. ἑδριόωνται, [[ἑδριόωντο]], Hom., Hes.; inf. ἑδριάασθαι, Hes.<br /><b class="num">II.</b> intr. in Act. to sit, Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
A seat or set:—Pass., sit, only in Ep. forms ἑδριόωνται Hes.Th.388; ἑδριόωντο Il.10.198, Od.7.98; ἑδριάασθαι 3.35.
II intr. in Act., sit, Theoc.17.19, A.R.3.170.
Spanish (DGE)
• Morfología: [c. diéct. v. med. impf. ἑδριόωντο Il.10.198, inf. ἑδριάασθαι Il.11.646]
sentarse, estar sentado en v. med. ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il.10.198, cf. Od.7.98, 16.344, A.R.1.330, Q.S.10.336, κατὰ δ' ἑδριάασθαι ἄνωγε Il.11.646, 778, cf. Od.3.35, h.Cer.191, 193, (los hijos de Estigia) αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ ... ἑδριόωνται Hes.Th.388
•en v. act. παρὰ δ' αὐτὸν (Zeus) Ἀλέξανδρος ... ἑδριάει Theoc.17.19, ἐνὶ χώρῃ ἐπισχερὼ ἑδριόωντες A.R.3.170, Δίκη ... ἐν δὲ Διὸς Κρονίδεω στήθεσιν ἑδριάει Eleg.Alex.Adesp.2.3H., ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωντας Orph.A.804.
German (Pape)
[Seite 717] sitzen, Theocr. 17, 19 Orph. Arg. 802 Ap. Rh. 3, 170. – Hom. im med.; ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il. 10, 198; Od. 7, 98; Hes. Th. 388.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être assis;
Moy. ἑδριάομαι (seul. prés. et impf.) m. sign.
Étymologie: ἕδρα.
Russian (Dvoretsky)
ἑδριάω: сидеть Theocr.; med. Hom., Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδριάω: παθ., καθέζομαι, μόνον ἐν Ἐπ. τύποις ἑδριόωνται Ἡσ. Θ. 388· ἑδριόωντο Ἰλ. Κ. 198, Ὀδ. Η. 98· ἑδριάασθαι Ὀδ. γ. 35. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., κάθημαι, Θεόκρ. 17. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 170.
Greek Monotonic
ἑδριάω:I. καθίζω ή τοποθετώ — Παθ., κάθομαι, σε Επικ. τύπους γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ., ἑδριόωνται, ἑδριόωντο, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απαρ., ἑδριάασθαι, στον ίδ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., κάθομαι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἑδριάω,
I. to seat or set:—Pass. to sit, in epic forms 3rd pl. pres. and imperf. ἑδριόωνται, ἑδριόωντο, Hom., Hes.; inf. ἑδριάασθαι, Hes.
II. intr. in Act. to sit, Theocr.