θεμιστοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=themistopolos
|Transliteration C=themistopolos
|Beta Code=qemistopo/los
|Beta Code=qemistopo/los
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ministering law and right]], [[epithet]] of kings and judges, <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>103</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[oracular]], [[σηκοί]], of Delphi, <span class="title">Klio</span>15.48 (Delph., iii B.C.).</span>
|Definition=θεμιστοπόλον,<br><span class="bld">A</span> [[ministering law and right]], [[epithet]] of kings and judges, ''h.Cer.''103.<br><span class="bld">II</span> [[oracular]], [[σηκοί]], of Delphi, ''Klio''15.48 (Delph., iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui administre la justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]], [[πολέω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui administre la justice]].<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]], [[πολέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεμιστοπόλος:''' [[творящий суд]], [[охраняющий законность]] (βασιλῆες HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεμιστοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που απονέμει το [[δίκαιο]], υπηρετεί τη [[δικαιοσύνη]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''θεμιστοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που απονέμει το [[δίκαιο]], υπηρετεί τη [[δικαιοσύνη]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''θεμιστοπόλος:''' [[творящий суд]], [[охраняющий законность]] (βασιλῆες HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θεμιστο-[[πόλος]], ον [[πολέω]]<br />[[ministering]] law, Hhymn.
|mdlsjtxt=θεμιστο-[[πόλος]], ον [[πολέω]]<br />[[ministering]] law, Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμιστοπόλος Medium diacritics: θεμιστοπόλος Low diacritics: θεμιστοπόλος Capitals: ΘΕΜΙΣΤΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: themistopólos Transliteration B: themistopolos Transliteration C: themistopolos Beta Code: qemistopo/los

English (LSJ)

θεμιστοπόλον,
A ministering law and right, epithet of kings and judges, h.Cer.103.
II oracular, σηκοί, of Delphi, Klio15.48 (Delph., iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1194] Gesetz u. Recht verwaltend, βασιλῆες H. h. Cer. 103; Hes. bei Schol. Lycophr. 284; von D. Hal. 5, 73 erwähnt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui administre la justice.
Étymologie: θέμις, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστοπόλος: творящий суд, охраняющий законность (βασιλῆες HH).

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστοπόλος: -ον, (πολέω) ἀπονέμων τὸ δίκαιον, ἐπίθετον τῶν βασιλέων καὶ δικαστῶν, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 103· ὡς τὸ δικασπόλος.

Greek Monolingual

-ο (Α θεμιστοπόλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεμιστοπόλος
ο νομικός, ο δικαστής, ο δικηγόρος
αρχ.
1. (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το δίκαιο
2. χρησμοδοτικός, μαντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -πολος (< πέλω / -ομαι), πρβλ. αιπόλος, θαλαμηπόλος.

Greek Monotonic

θεμιστοπόλος: -ον (πολέω), αυτός που απονέμει το δίκαιο, υπηρετεί τη δικαιοσύνη, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

θεμιστο-πόλος, ον πολέω
ministering law, Hhymn.