Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προγαστρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=progastridios
|Transliteration C=progastridios
|Beta Code=progastri/dios
|Beta Code=progastri/dios
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[worn in front of the belly]], ὅπλισις <span class="bibl"><span class="title">EM</span>589.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">προγαστρίδιον, τό,</b> [[false paunch worn by actors]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>27</span>, <span class="bibl"><span class="title">JTr.</span>41</span>.</span>
|Definition=προγαστρίδιον,<br><span class="bld">A</span> [[worn in front of the belly]], ὅπλισις ''EM''589.12.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[προγαστρίδιον]], τό, [[false paunch worn by actors]], Luc.''Salt.''27, ''JTr.''41.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγαστρίδιος Medium diacritics: προγαστρίδιος Low diacritics: προγαστρίδιος Capitals: ΠΡΟΓΑΣΤΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: progastrídios Transliteration B: progastridios Transliteration C: progastridios Beta Code: progastri/dios

English (LSJ)

προγαστρίδιον,
A worn in front of the belly, ὅπλισις EM589.12.
II Subst. προγαστρίδιον, τό, false paunch worn by actors, Luc.Salt.27, JTr.41.

German (Pape)

[Seite 713] was man vor den Bauch hängt od. legt; ὅπλισις, E. M; τὸ πρ., bei Luc. salt. 27 Iov. trag. 41, ein Kissen, mit dem sich die Schauspieler einen dicken Bauch machen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui couvre le ventre ; τὸ προγαστρίδιον LUC le tablier de comédien.
Étymologie: πρό, γαστήρ.

Greek (Liddell-Scott)

προγαστρίδιος: -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, ὅπλισις Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, ψευδὴς κοιλία ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, Ζεὺς Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται πριν από την κοιλιά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προγαστρίδιον
πρόσθετη, ψεύτικη κοιλιά την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη σκηνή προγάστορες, κοιλαράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + γαστήρ, γαστρός «κοιλιά» + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προμετωπίδιος)].