τύλωμα: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyloma
|Transliteration C=tyloma
|Beta Code=tu/lwma
|Beta Code=tu/lwma
|Definition=ατος, τό, glossed by [[τύμμα]], Hsch.; <span class="sense"><span class="bld">A</span> gloss on [[τύλη]], Id. s.v. [[γονοτύλη]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sole]] of the foot, <span class="bibl">Poll.2.198</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, glossed by [[τύμμα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]];<br><span class="bld">A</span> ''Glossaria'' on [[τύλη]], Id. [[sub verbo|s.v.]] [[γονοτύλη]].<br><span class="bld">2</span> [[sole]] of the foot, Poll.2.198.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τυλῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[τυλώνω]], σκληρό [[εξόγκωμα]] του δέρματος, [[συνήθως]] τών [[άκρων]], [[τύλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερπλήρωση]], [[παραγέμισμα]] της κοιλιάς με φαγητά<br /><b>αρχ.</b><br />το [[πέλμα]] του ποδιού.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τυλῶ]], -ώνω<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[τυλώνω]], σκληρό [[εξόγκωμα]] του δέρματος, [[συνήθως]] τών [[άκρων]], [[τύλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερπλήρωση]], [[παραγέμισμα]] της κοιλιάς με φαγητά<br /><b>αρχ.</b><br />το [[πέλμα]] του ποδιού.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠλωμα Medium diacritics: τύλωμα Low diacritics: τύλωμα Capitals: ΤΥΛΩΜΑ
Transliteration A: týlōma Transliteration B: tylōma Transliteration C: tyloma Beta Code: tu/lwma

English (LSJ)

-ατος, τό, glossed by τύμμα, Hsch.;
A Glossaria on τύλη, Id. s.v. γονοτύλη.
2 sole of the foot, Poll.2.198.

German (Pape)

[Seite 1161] τό, Schwiele, Verhärtung. Auch die Fußsohle, VLL. wie Poll. 2, 198.

Greek (Liddell-Scott)

τύλωμα: τό, τύλος, ἀποσκίρωμα ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ἡσύχ. 2) τὸ πέλμα τοῦ ποδός, Πολυδ. Β΄, 198.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τυλῶ, -ώνω
το αποτέλεσμα του τυλώνω, σκληρό εξόγκωμα του δέρματος, συνήθως τών άκρων, τύλος
νεοελλ.
υπερπλήρωση, παραγέμισμα της κοιλιάς με φαγητά
αρχ.
το πέλμα του ποδιού.