προκέφαλος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokefalos | |Transliteration C=prokefalos | ||
|Beta Code=proke/falos | |Beta Code=proke/falos | ||
|Definition= | |Definition=προκέφαλον,<br><span class="bld">A</span> [[with a sugar-loaf head]], PGrenf.1.33.8 (ii B. C.), Sch.Ar.''Av.''282.<br><span class="bld">II</span> of verses, [[with a syllable prefixed]] (as Il.5.349), Ps.-Plu.''Metr.''2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
προκέφαλον,
A with a sugar-loaf head, PGrenf.1.33.8 (ii B. C.), Sch.Ar.Av.282.
II of verses, with a syllable prefixed (as Il.5.349), Ps.-Plu.Metr.2.
German (Pape)
[Seite 730] mit vorstehendem Kopfe, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
προκέφᾰλος: -ον, ἐπὶ τῶν ὀξυκεφάλων, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν προεξέχουσαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 282, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἑξαμέτρων ἐχόντων ἐν τῇ ἀρχῇ συλλαβὴν περιττήν, οἷον ἐν Ἰλ. Ε. 343.
Greek Monolingual
ο / προκέφαλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που έχει κεφάλι το οποίο προεξέχει
2. (για στίχο) ο εξάμετρος που έχει περιττή συλλαβή στην αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγκέφαλος.