κρεμάστρα: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kremastra | |Transliteration C=kremastra | ||
|Beta Code=krema/stra | |Beta Code=krema/stra | ||
|Definition=ἡ, Hellen. for | |Definition=ἡ, Hellen. for [[κρεμάθρα]] (Moer. p.242 P.), Eust.1625.17, [[varia lectio|v.l.]] in Arist.''Rh.''1412a14.<br><span class="bld">2</span> [[stalk by which a flower hangs]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.16.4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[cordage d'une ancre]].<br />'''Étymologie:''' [[κρεμάννυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρεμάστρα:''' ἡ [[якорный канат]] (Arst. - [[varia lectio|v.l.]] [[κρεμάθρα]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρεμάστρα''': ἡ, = τῷ Ἀττικῷ [[κρεμάθρα]], («[[κρεμάθρα]], Ἀττικῶς. [[κρεμάστρα]] Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σελ. 242), Εὐστ. 1625. 17, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5. 2) ὁ [[μίσχος]] δι’ οὗ τὸ [[ἄνθος]] κρέμαται, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4. | |lstext='''κρεμάστρα''': ἡ, = τῷ Ἀττικῷ [[κρεμάθρα]], («[[κρεμάθρα]], Ἀττικῶς. [[κρεμάστρα]] Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σελ. 242), Εὐστ. 1625. 17, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5. 2) ὁ [[μίσχος]] δι’ οὗ τὸ [[ἄνθος]] κρέμαται, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[κρεμάστρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έπιπλο]] ή [[σκεύος]] που χρησιμεύει για [[κρέμασμα]] τών ρούχων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρεμάλα]]<br /><b>2.</b> [[προεξοχή]] στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρεμάθρα]]<br /><b>2.</b> ο [[μίσχος]] απ' όπου κρέμεται το [[άνθος]] («τὰ δὲ [[ἄνθη]] πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θ. <i>κρεμασ</i>- ( | |mltxt=η (AM [[κρεμάστρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έπιπλο]] ή [[σκεύος]] που χρησιμεύει για [[κρέμασμα]] τών ρούχων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρεμάλα]]<br /><b>2.</b> [[προεξοχή]] στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρεμάθρα]]<br /><b>2.</b> ο [[μίσχος]] απ' όπου κρέμεται το [[άνθος]] («τὰ δὲ [[ἄνθη]] πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θ. <i>κρεμασ</i>- ([[πρβλ]]. <i>κρεμάσ</i>-<i>αι</i>, απρμφ. αορ. του [[κρεμάννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[θερμάστρα]], [[ξύστρα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, Hellen. for κρεμάθρα (Moer. p.242 P.), Eust.1625.17, v.l. in Arist.Rh.1412a14.
2 stalk by which a flower hangs, Thphr. HP 3.16.4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
cordage d'une ancre.
Étymologie: κρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κρεμάστρα: ἡ якорный канат (Arst. - v.l. κρεμάθρα).
Greek (Liddell-Scott)
κρεμάστρα: ἡ, = τῷ Ἀττικῷ κρεμάθρα, («κρεμάθρα, Ἀττικῶς. κρεμάστρα Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σελ. 242), Εὐστ. 1625. 17, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5. 2) ὁ μίσχος δι’ οὗ τὸ ἄνθος κρέμαται, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4.
Greek Monolingual
η (AM κρεμάστρα)
νεοελλ.
έπιπλο ή σκεύος που χρησιμεύει για κρέμασμα τών ρούχων
μσν.
1. κρεμάλα
2. προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού
αρχ.
1. κρεμάθρα
2. ο μίσχος απ' όπου κρέμεται το άνθος («τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θ. κρεμασ- (πρβλ. κρεμάσ-αι, απρμφ. αορ. του κρεμάννυμι) + επίθημα -τρα (πρβλ. θερμάστρα, ξύστρα].