περιρρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perirrepis
|Transliteration C=perirrepis
|Beta Code=perirreph/s
|Beta Code=perirreph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">falling over on one side</b>, opp. <b class="b3">ἰσόρροπος</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>50</span>; <b class="b3">αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει</b> <b class="b2">cause</b> the organs <b class="b2">to press</b> on the bladder, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Ren.Ves.</span>11</span>.</span>
|Definition=περιρρεπές, [[falling over on one side]], opp. [[ἰσόρροπος]], Hp.''Art.''50; <b class="b3">αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει</b> [[cause]] the organs [[to press]] on the bladder, Ruf.''Ren.Ves.''11.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιρρεπής''': -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἀντίθετ. τῷ [[ἰσόρροπος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.
|lstext='''περιρρεπής''': -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἀντίθετ. τῷ [[ἰσόρροπος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α [[περιρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], αυτός που με την [[κλίση]] του ασκεί [[πίεση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]] («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.).
}}
{{elnl
|elnltext=περιρρεπής -ές [περιρρέπω] omkrullend:. ἵνα μὴ περιρρεπὲς τὸ δέρμα τὸ περὶ τὰς πλευρὰς ᾖ, ἀλλ’ ἰσόρροπον opdat de huid rond de ribben niet omkrult, maar gelijkmatig blijft Hp. Art. 50.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>sich auf eine [[Seite]] [[neigend]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρεπής Medium diacritics: περιρρεπής Low diacritics: περιρρεπής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: perirrepḗs Transliteration B: perirrepēs Transliteration C: perirrepis Beta Code: perirreph/s

English (LSJ)

περιρρεπές, falling over on one side, opp. ἰσόρροπος, Hp.Art.50; αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει cause the organs to press on the bladder, Ruf.Ren.Ves.11.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρεπής: -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἀντίθετ. τῷ ἰσόρροπος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.

Greek Monolingual

-ές, Α περιρρέπω
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα μέρος, αυτός που με την κλίση του ασκεί πίεση προς το ένα μέρος («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιρρεπής -ές [περιρρέπω] omkrullend:. ἵνα μὴ περιρρεπὲς τὸ δέρμα τὸ περὶ τὰς πλευρὰς ᾖ, ἀλλ’ ἰσόρροπον opdat de huid rond de ribben niet omkrult, maar gelijkmatig blijft Hp. Art. 50.

German (Pape)

ές, sich auf eine Seite neigend, Sp.