εὔαγρος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyagros | |Transliteration C=eyagros | ||
|Beta Code=eu)/agros | |Beta Code=eu)/agros | ||
|Definition= | |Definition=εὔαγρον, ([[ἄγρα]]) [[lucky in the chase]], S.''OC''1088 (lyr.), ''AP''6.34 (Rhian.); [[affording good sport]], ib.9.555 (Crin.); [[epithet]] of [[Pan]], ''Sammelb.''4031, 4053; of [[Ares]], ''BMus.Inscr.''1064 (Egypt). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔαγρον, (ἄγρα) lucky in the chase, S.OC1088 (lyr.), AP6.34 (Rhian.); affording good sport, ib.9.555 (Crin.); epithet of Pan, Sammelb.4031, 4053; of Ares, BMus.Inscr.1064 (Egypt).
German (Pape)
[Seite 1055] glücklich auf der Jagd, beim Fangen, τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον Soph. O. C. 1090; πέμπειν τινὰ εὔαγρον Rhian. 8 (VI, 34), u. öfter in Anth.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait une bonne chasse, qui fait une bonne pêche.
Étymologie: εὖ, ἄγρα.
Russian (Dvoretsky)
εὔαγρος:
1 счастливый на охоте: τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον Soph. совершить успешное нападение;
2 сулящий большой улов (νῆσος εὔ. ἐπ᾽ ἰχθύσι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔαγρος: ον. (ἄγρα) εὐτυχὴς ἐν τῇ ἄγρᾳ, ἐπιτυχής, τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον Σοφ. Ο. Κ. 1089, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 34· παρέχων καλὴν ἄγραν, αὐτόθι 9. 555.
Greek Monolingual
εὔαγρος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι τυχερός στο κυνήγι
2. αυτός που παρέχει καλό κυνήγι, καλή άγρα
3. επίθ. του Πανός
4. επίθ. του Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγρος (< αγρός), πρβλ. φίλαγρος, βόαγρος].
Greek Monotonic
εὔαγρος: -ον (ἄγρα), τυχερός στο κυνήγι, επιτυχημένος σε αυτό, σε Σοφ., Ανθ.
Middle Liddell
εὔ-αγρος, ον ἄγρα
lucky in the chase, blessed with success, Soph., Anth.