δίπλεθρος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diplethros | |Transliteration C=diplethros | ||
|Beta Code=di/pleqros | |Beta Code=di/pleqros | ||
|Definition= | |Definition=δίπλεθρον,<br><span class="bld">A</span> [[two]] [[πλέθρα]] [[long]] or [[broad]], Theopomp.Hist.350, Luc.''VH''1.16.<br><span class="bld">2</span> Subst. [[δίπλεθρον]], τό, [[space of two]] [[πλέθρα]], Plb.34.12.4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
δίπλεθρον,
A two πλέθρα long or broad, Theopomp.Hist.350, Luc.VH1.16.
2 Subst. δίπλεθρον, τό, space of two πλέθρα, Plb.34.12.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 de dos pletros ποταμός X.An.4.3.1, σκέλος Theopomp.Hist.390, cf. Ephor.119, Str.9.4.4, ὁ ... μέγιστος αὐτῶν καὶ δ. ἦν Luc.VH 1.16, cf. D.S.1.47, 2.7, App.Pun.95.
2 subst. τὸ δ. medida, distancia de dos pletros Plb.34.12.4, ἐκ ... διπλέθρου AP 11.117 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 640] zwei Plethren groß; Xen. An. 4, 3, 1, Luc. V. H. 1, 16; τὸ δίπλεθρον, = διπλεθρία, Pol. 34, 12, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de deux plèthres, de deux arpents.
Étymologie: δίς, πλέθρον.
Russian (Dvoretsky)
δίπλεθρος: размером или протяжением в два плетра (ок. 61.7 м) Diod., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
δίπλεθρος: -ον, δύο πλέθρα, μακρὸς ἢ εὐρύς, Θεόπομπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 6, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16· - δίπλεθρον, τό, διάστημα δύο πλέθρων, Πολύβ. 34. 12, 5.
Greek Monolingual
δίπλεθρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει έκταση δύο πλέθρων
2. το ουδ. ως ουσ. το δίπλεθρον
μετρική μονάδα ίση με δύο πλέθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (βλ. λ. δις) + πλέθρον.
Greek Monotonic
δίπλεθρος: -ον, αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δύο πλέθρων, σε Λουκ.