ἀπαράσημος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aparasimos | |Transliteration C=aparasimos | ||
|Beta Code=a)para/shmos | |Beta Code=a)para/shmos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπαράσημον,<br><span class="bld">A</span> [[not counterfeit]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κατηγορία φόνου ἀ.</b> with [[no]] defendant [[named]], Antipho 2.1 tit. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no falsificado]] κάλλος Cyr.Al.M.75.955D, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene título]], [[sin título]] de discursos, tít. de Antipho 2.1 tít., Lys.21. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράσημος''': -ον, [[ἀπαραποίητος]], [[ἀκίβδηλος]], Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 25. 2) = [[ἀπαρασήμαντος]], Γραμμ. | |lstext='''ἀπαράσημος''': -ον, [[ἀπαραποίητος]], [[ἀκίβδηλος]], Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 25. 2) = [[ἀπαρασήμαντος]], Γραμμ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαράσημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, [[ακίβδηλος]]<br /><b>2.</b> «[[απαράσημος]] [[κατηγορία]]» — [[κατηγορία]] [[εναντίον]] αγνώστου. | |mltxt=[[ἀπαράσημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, [[ακίβδηλος]]<br /><b>2.</b> «[[απαράσημος]] [[κατηγορία]]» — [[κατηγορία]] [[εναντίον]] αγνώστου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπαράσημον,
A not counterfeit, Hsch.
II κατηγορία φόνου ἀ. with no defendant named, Antipho 2.1 tit.
Spanish (DGE)
-ον
1 no falsificado κάλλος Cyr.Al.M.75.955D, cf. Hsch.
2 que no tiene título, sin título de discursos, tít. de Antipho 2.1 tít., Lys.21.
German (Pape)
[Seite 279] unverfälscht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράσημος: -ον, ἀπαραποίητος, ἀκίβδηλος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 25. 2) = ἀπαρασήμαντος, Γραμμ.
Greek Monolingual
ἀπαράσημος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, ακίβδηλος
2. «απαράσημος κατηγορία» — κατηγορία εναντίον αγνώστου.