αὐτοτέλεια: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftoteleia | |Transliteration C=aftoteleia | ||
|Beta Code=au)tote/leia | |Beta Code=au)tote/leia | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[perfection]], [[completeness]], Ocell.1.9.<br><span class="bld">II</span> [[complete sentence]], [[proposition]], A.D.''Synt.''12.4, al.; <b class="b3">αὐ. τοῦ λόγου</b> ib.5.20. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A perfection, completeness, Ocell.1.9.
II complete sentence, proposition, A.D.Synt.12.4, al.; αὐ. τοῦ λόγου ib.5.20.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 la perfección en sí τὸ τοῖς ἄλλοις αἴτιον γινόμενον τῆς αὐτοτελείας Ocell.11.
2 gram. oración completa o correcta A.D.Synt.12.4, αὐτοτέλεια τοῦ λόγου A.D.Synt.5.20, στιγμὴ γὰρ πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.Adu.182.16.
German (Pape)
[Seite 403] ἡ, Selbstständigkeit, Vollkommenheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτέλεια: ἡ, αὐτὴ ἡ τελειότης, ἄκρα τελειότης, ἐντέλεια, Ὄκελλ. Λευκ. σ. 510, Α. Β. 595· - Ἐπιθ. -τέλειος, ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ τέλειος, Πρόκλ. αὐτοτελειότης, ἡ, τὸ εἶναί τινα αὐτοτέλειον, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 26. 24.
Greek Monolingual
η (Α αὐτοτέλεια) αυτοτελής
νεοελλ.
αυθυπαρξία, ανεξαρτησία
αρχ.
άκρα τελειότητα, εντέλεια.