ἀχείρωτος: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=acheirotos | |Transliteration C=acheirotos | ||
|Beta Code=a)xei/rwtos | |Beta Code=a)xei/rwtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀχείρωτον,<br><span class="bld">A</span> [[untamed]], [[unconquered]], Th.6.10, D.S.5.15.<br><span class="bld">II</span> ἀχείρωτον [[φύτευμα]], of the [[olive]], [[not planted by man's hand]], S.''OC''698 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀχείρωτον,
A untamed, unconquered, Th.6.10, D.S.5.15.
II ἀχείρωτον φύτευμα, of the olive, not planted by man's hand, S.OC698 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
1 inaprensible, inconquistable de pers. οἱ ἐπὶ Θρᾴκης Th.6.10, c. dat. ἀ. πολεμίᾳ δυνάμει D.S.5.15, ἀ. τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.1, 2, c. πρός y ac. ἡ φύσις ... πρὸς ἅπαν πάθος ἀ. Bas.Sel.Or.M.85.49D
•de cosas invencible τὸ ὅπλον ref. a la cruz, Chrys.M.51.35
•inexpugnable σηκός Isid.Pel.Ep.M.78.297A
•subst. τὸ ἀχείρωτον = lo que no puede ser sometido Isid.Pel.Ep.M.78.484A.
2 no trabajado por la mano del hombre (pero quizá sent. 1) φύτευμ' ἀχείρωτον αὐτοποιόν S.OC 698, cf. Fr.1117, de una partida de lino PHerm.Rees 22.14 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 417] 1) unbezwungen, Thuc. 6, 10; D. Sic. 18, 24. – 2) nicht von Menschenhänden gepflanzt, φύτευμα Soph. O. C. 703; s. vor.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non conquis;
2 non façonné ou planté par la main de l'homme.
Étymologie: ἀ, χειρόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀχείρωτος:
1 Soph. v.l. = ἀχείρητος;
2 незавоеванный, непокоренный (οἱ Χαλκιδῆς Thuc.; πολεμίᾳ δυνάμει Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχείρωτος: -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. φύτευμα, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ Πολυδ. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου.
Greek Monolingual
ἀχείρωτος, -ον (AM) χειρώ
ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος
αρχ.
φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα»
(για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου.
Greek Monotonic
ἀχείρωτος: -ον (χειρόω)·
I. αδάμαστος, ανυπότακτος, σε Θουκ.
II. αυτός που δεν φυτεύτηκε από χέρια ανθρώπου, σε Σοφ.
Middle Liddell
χειρόω
I. untamed, unconquered, Thuc.
II. not planted by man's hand, Soph.