μνηστεία: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mnisteia | |Transliteration C=mnisteia | ||
|Beta Code=mnhstei/a | |Beta Code=mnhstei/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[wooing]], [[courtship]], Antip.Stoic.3.254, J.''AJ''17.1.2 (pl.), Plu.''Cat.Mi.''30, Luc.''DDeor.''20.14; πλεῖν ἐπὶ μνηστείᾳ τῶν ἴσων J.''AJ''18.7.1: [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἀμνηστία]] in Pl.''Mx.''239c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0195.png Seite 195]] ἡ, das Freien, die Werbung; Plut. Cat. min. 30; Luc. D. D. 20, 14. – Plat. Menex. 239 c ist ἔτι τ' ἐστὶν ἐν μνηστείᾳ richtige Lesart für [[ἀμνηστία]], wonach man noch strebt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0195.png Seite 195]] ἡ, das Freien, die Werbung; Plut. Cat. min. 30; Luc. D. D. 20, 14. – Plat. Menex. 239 c ist ἔτι τ' ἐστὶν ἐν μνηστείᾳ richtige Lesart für [[ἀμνηστία]], wonach man noch strebt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[recherche en mariage]].<br />'''Étymologie:''' [[μνηστεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μνηστεία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[старание]], [[домогательство]]: [[ἔτι]] ἐν μνηστείᾳ εἶναι Plat. быть все еще предметом домогательств, т. е. не быть еще достигнутым;<br /><b class="num">2</b> [[искание руки]], [[сватовство]] Plut., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μνηστεία''': ἡ, [[ζήτησις]] γυναικός, ἀρραβώνισμα, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 30, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 14· μεταφορ., ἐπὶ μεγάλων γεγονότων, ἔτι ἐν μν. [[εἶναι]], ἀκόμη ἐπιζητοῦσι τὴν εὔνοιαν τοῦ ποιητοῦ, Πλάτ. Μενέξ. 239C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μνήστεια· γάμου δῶρα». | |lstext='''μνηστεία''': ἡ, [[ζήτησις]] γυναικός, ἀρραβώνισμα, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 30, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 14· μεταφορ., ἐπὶ μεγάλων γεγονότων, ἔτι ἐν μν. [[εἶναι]], ἀκόμη ἐπιζητοῦσι τὴν εὔνοιαν τοῦ ποιητοῦ, Πλάτ. Μενέξ. 239C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μνήστεια· γάμου δῶρα». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μνηστεία:''' ἡ, [[αναζήτηση]] γυναίκας για γάμο, [[φλερτάρισμα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μνηστεία:''' ἡ, [[αναζήτηση]] γυναίκας για γάμο, [[φλερτάρισμα]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μνηστεία]], ἡ,<br />a [[wooing]], [[courting]], Plat. | |mdlsjtxt=[[μνηστεία]], ἡ,<br />a [[wooing]], [[courting]], Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, wooing, courtship, Antip.Stoic.3.254, J.AJ17.1.2 (pl.), Plu.Cat.Mi.30, Luc.DDeor.20.14; πλεῖν ἐπὶ μνηστείᾳ τῶν ἴσων J.AJ18.7.1: f.l. for ἀμνηστία in Pl.Mx.239c.
German (Pape)
[Seite 195] ἡ, das Freien, die Werbung; Plut. Cat. min. 30; Luc. D. D. 20, 14. – Plat. Menex. 239 c ist ἔτι τ' ἐστὶν ἐν μνηστείᾳ richtige Lesart für ἀμνηστία, wonach man noch strebt.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
recherche en mariage.
Étymologie: μνηστεύω.
Russian (Dvoretsky)
μνηστεία: ἡ
1 старание, домогательство: ἔτι ἐν μνηστείᾳ εἶναι Plat. быть все еще предметом домогательств, т. е. не быть еще достигнутым;
2 искание руки, сватовство Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μνηστεία: ἡ, ζήτησις γυναικός, ἀρραβώνισμα, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 30, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 14· μεταφορ., ἐπὶ μεγάλων γεγονότων, ἔτι ἐν μν. εἶναι, ἀκόμη ἐπιζητοῦσι τὴν εὔνοιαν τοῦ ποιητοῦ, Πλάτ. Μενέξ. 239C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μνήστεια· γάμου δῶρα».
Greek Monolingual
η (ΑΜ μνηστεία) μνηστεύω
νεοελλ.
ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου είναι κανείς αρραβωνιασμένος («η μνηστεία μου διήρκεσε δύο χρόνια»)
νεοελλ.-μσν.
αμοιβαία υπόσχεση σύναψης γάμου, αρραβώνας («εκείνας τας ημέρας έγινεν η μνηστεία και μετ' ολίγον... ο γάμος», Παπαδ.)
μσν.
φρ. «λαμβάνω κάποιον εἰς μνηστείαν» — μνηστεύομαι
μσν.-αρχ.
το να ζητά κανείς γυναίκα σε γάμο.
Greek Monotonic
μνηστεία: ἡ, αναζήτηση γυναίκας για γάμο, φλερτάρισμα, σε Πλάτ.