ὑπολογισμός: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypologismos | |Transliteration C=ypologismos | ||
|Beta Code=u(pologismo/s | |Beta Code=u(pologismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[consideration]], [[reason]], [[taking into account]], Chrysipp.Stoic.3.173 (pl.); <b class="b3">πονηροὺς ὑπολογισμοὺς κατὰ μικρὸν ἐλάμβανον</b> became [[gradually]] [[demoralise|demoralized]], D.H.15.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] = Folgdm, Ios. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] = Folgdm, Ios. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action de prendre qch en considération]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολογίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπολογισμός:''' ὁ [[расчет]], [[соображение]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπολογισμός''': ὁ, = [[ὑπόλογος]], Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 1043D, Διον. Ἁλ. ἐν Müller Fr. Hist. 2, σ. xxxvii. | |lstext='''ὑπολογισμός''': ὁ, = [[ὑπόλογος]], Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 1043D, Διον. Ἁλ. ἐν Müller Fr. Hist. 2, σ. xxxvii. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑπολογισμός]], ΝΑ [[ὑπολογίζομαι]]<br /><b>μτφ.</b> το να λαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] [[σοβαρά]] υπ' όψιν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λογαριασμός]] («[[υπολογισμός]] τών εσόδων»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[πράξη]] που εκτελείται με σκοπό την [[εύρεση]] αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> υστερόβουλη [[σκέψη]] («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του [[είναι]] ο [[στυγνός]] [[υπολογισμός]]»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, consideration, reason, taking into account, Chrysipp.Stoic.3.173 (pl.); πονηροὺς ὑπολογισμοὺς κατὰ μικρὸν ἐλάμβανον became gradually demoralized, D.H.15.3.
German (Pape)
[Seite 1224] = Folgdm, Ios. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de prendre qch en considération.
Étymologie: ὑπολογίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπολογισμός: ὁ расчет, соображение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολογισμός: ὁ, = ὑπόλογος, Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 1043D, Διον. Ἁλ. ἐν Müller Fr. Hist. 2, σ. xxxvii.
Greek Monolingual
ο / ὑπολογισμός, ΝΑ ὑπολογίζομαι
μτφ. το να λαμβάνει κανείς κάτι σοβαρά υπ' όψιν
νεοελλ.
1. λογαριασμός («υπολογισμός τών εσόδων»)
2. μαθημ. πράξη που εκτελείται με σκοπό την εύρεση αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών
3. μτφ. υστερόβουλη σκέψη («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του είναι ο στυγνός υπολογισμός»).