μελάνοστος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanostos
|Transliteration C=melanostos
|Beta Code=mela/nostos
|Beta Code=mela/nostos
|Definition=ον, for <b class="b3">μελᾰν-όστεος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">black-boned</b>, <b class="b3">αἰετοῦ… μελανόστου θηρητῆρος</b> read for <b class="b3">μέλανος τοῦ</b> in <span class="bibl">Il.21.252</span> by Aristotle (cf. Sch. BT, <span class="bibl">Eust. 1235.42</span>); cf. [[μελάνοσσος]].</span>
|Definition=μελάνοστον, for μελᾰν-όστεος, [[black-boned]], <b class="b3">αἰετοῦ… μελανόστου θηρητῆρος</b> read for <b class="b3">μέλανος τοῦ</b> in Il.21.252 by Aristotle (cf. Sch. BT, Eust. 1235.42); cf. [[μελάνοσσος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] für μελανόστεος, od. μελανόστης, Tzetz. zu Lycophr. 148, mit schwarzen Knochen; Arist. wollte μελανόστου Il. 21, 252 statt αἰετοῦ οἴματ' ἔχων <b class="b2">[[μέλανος]] τοῦ</b> θηρητῆρος lesen, Andere μελανόσσου, mit schwarzen Augen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] für μελανόστεος, od. μελανόστης, Tzetz. zu Lycophr. 148, mit schwarzen Knochen; Arist. wollte μελανόστου Il. 21, 252 statt αἰετοῦ οἴματ' ἔχων <b class="b2">[[μέλανος]] τοῦ</b> θηρητῆρος lesen, Andere μελανόσσου, mit schwarzen Augen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[aux os noirs]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], ὀστόν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάνοστος''': -ον, ἀντὶ μελᾰνόστεος, ὁ ἔχων ὀστᾶ, αἰετοῦ... μελανόστου θηρητῆρος, ὡς ὁ Ἀριστοτέλης ἀνεγίνωσκεν ἐν Ἰλ. Φ. 252 (ἴδε Εὐστ. 1235. 12, Πορφ. εἰς Ἰλ. Ω. 315), ἀντὶ τῆς κοινῆς γραφῆς μελανόσσου ([[ὄσσε]]), μελανοφθάλμου· ὁ Ἀρίσταρχος ἀνέγνω μέλανος, τοῦ θηρητῆρος· - [[ἴσως]] ἡ ἀληθὴς γραφὴ [[εἶναι]] μελανούρου, τοῦ ἔχοντος μέλαιναν οὐράν, ἴδε [[μελάμπυγος]] ΙΙ, [[πύγαργος]] ΙΙ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[μελανάετος]].
|lstext='''μελάνοστος''': -ον, ἀντὶ μελᾰνόστεος, ὁ ἔχων ὀστᾶ, αἰετοῦ... μελανόστου θηρητῆρος, ὡς ὁ Ἀριστοτέλης ἀνεγίνωσκεν ἐν Ἰλ. Φ. 252 (ἴδε Εὐστ. 1235. 12, Πορφ. εἰς Ἰλ. Ω. 315), ἀντὶ τῆς κοινῆς γραφῆς μελανόσσου ([[ὄσσε]]), μελανοφθάλμου· ὁ Ἀρίσταρχος ἀνέγνω μέλανος, τοῦ θηρητῆρος· - [[ἴσως]] ἡ ἀληθὴς γραφὴ [[εἶναι]] μελανούρου, τοῦ ἔχοντος μέλαιναν οὐράν, ἴδε [[μελάμπυγος]] ΙΙ, [[πύγαργος]] ΙΙ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[μελανάετος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux os noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], ὀστόν.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάνοστος Medium diacritics: μελάνοστος Low diacritics: μελάνοστος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: melánostos Transliteration B: melanostos Transliteration C: melanostos Beta Code: mela/nostos

English (LSJ)

μελάνοστον, for μελᾰν-όστεος, black-boned, αἰετοῦ… μελανόστου θηρητῆρος read for μέλανος τοῦ in Il.21.252 by Aristotle (cf. Sch. BT, Eust. 1235.42); cf. μελάνοσσος.

German (Pape)

[Seite 120] für μελανόστεος, od. μελανόστης, Tzetz. zu Lycophr. 148, mit schwarzen Knochen; Arist. wollte μελανόστου Il. 21, 252 statt αἰετοῦ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος lesen, Andere μελανόσσου, mit schwarzen Augen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux os noirs.
Étymologie: μέλας, ὀστόν.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνοστος: -ον, ἀντὶ μελᾰνόστεος, ὁ ἔχων ὀστᾶ, αἰετοῦ... μελανόστου θηρητῆρος, ὡς ὁ Ἀριστοτέλης ἀνεγίνωσκεν ἐν Ἰλ. Φ. 252 (ἴδε Εὐστ. 1235. 12, Πορφ. εἰς Ἰλ. Ω. 315), ἀντὶ τῆς κοινῆς γραφῆς μελανόσσου (ὄσσε), μελανοφθάλμου· ὁ Ἀρίσταρχος ἀνέγνω μέλανος, τοῦ θηρητῆρος· - ἴσως ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶναι μελανούρου, τοῦ ἔχοντος μέλαιναν οὐράν, ἴδε μελάμπυγος ΙΙ, πύγαργος ΙΙ· πρβλ. ὡσαύτως μελανάετος.

Greek Monolingual

μελάνοστος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα οστά («αἰετοῦ μελανόστου θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀστέον.

Greek Monotonic

μελάνοστος: -ον, αντί μελᾰν-όστεος, αυτός που έχει μαύρα οστά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μελάν-οστος, ον [for μελᾰνόστεος]
black-boned, Il.