ἀρειά: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=areia
|Transliteration C=areia
|Beta Code=a)reia/
|Beta Code=a)reia/
|Definition=[ᾰρ], Ion. and poet. ἀρειή, ἡ, collective noun, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[menaces]], [[threats]], λευγαλέοις ἐπέεσσιν . . καὶ ἀρειῇ <span class="bibl">Il.20.109</span>, but μειλιχίοις ἐπέεσσιν . . καὶ ἀρειῇ <span class="bibl">21.339</span>; πολλὰ δὲ μειλιχίοισι . . πολλὰ δ' ἀρειῇ <span class="bibl">17.431</span>.</span>
|Definition=[ᾰρ], Ion. and ''poet.'' ἀρειή, ἡ, collective noun, [[menaces]], [[threats]], λευγαλέοις ἐπέεσσιν.. καὶ ἀρειῇ Il.20.109, but μειλιχίοις ἐπέεσσιν.. καὶ ἀρειῇ 21.339; πολλὰ δὲ μειλιχίοισι.. πολλὰ δ' ἀρειῇ 17.431.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0348.png Seite 348]] ion. u. poet. ἀρειή, Hom. dreimal; Iliad. 17, 431 πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ' ἀρειῇ; 20, 109 [[μηδέ]] σε [[πάμπαν]] λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ; 21, 339 [[μηδέ]] σε [[πάμπαν]] μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ. Die Bed. ist also »Drohung«, [[ἀπειλή]], vgl. Apoll. Lex. 42, 16; verwandt vielleicht ἀρά, [[ἀράομαι]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0348.png Seite 348]] ion. u. poet. ἀρειή, Hom. dreimal; Iliad. 17, 431 πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ' ἀρειῇ; 20, 109 [[μηδέ]] σε [[πάμπαν]] λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ; 21, 339 [[μηδέ]] σε [[πάμπαν]] μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ. Die Bed. ist also »Drohung«, [[ἀπειλή]], vgl. Apoll. Lex. 42, 16; verwandt vielleicht ἀρά, [[ἀράομαι]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἀρειή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρειά''': [ᾰρ], Ἰων. καὶ ποιητ. ἀρειή, ἡ (ἀρά): - [[ὄνομα]] περιληπτικόν, ἀπειλαί, «φοβερίσματα», λευγαλέοις ἐπέεσσιν.. καὶ ἀρειῇ Ἰλ. Φ. 339., Υ. 109· πολλὰ δὲ μειλιχίοισι…, πολλὰ δ’ ἀρειῇ Ρ. 431· - [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] ἀρειάω = [[ἀπειλέω]], Ἱππῶναξ ἐν Ἐτυμ. Μ. 139. 38, Γαισφ.
|lstext='''ἀρειά''': [ᾰρ], Ἰων. καὶ ποιητ. ἀρειή, ἡ (ἀρά): - [[ὄνομα]] περιληπτικόν, ἀπειλαί, «φοβερίσματα», λευγαλέοις ἐπέεσσιν.. καὶ ἀρειῇ Ἰλ. Φ. 339., Υ. 109· πολλὰ δὲ μειλιχίοισι…, πολλὰ δ’ ἀρειῇ Ρ. 431· - [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] ἀρειάω = [[ἀπειλέω]], Ἱππῶναξ ἐν Ἐτυμ. Μ. 139. 38, Γαισφ.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἀρειή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρειά Medium diacritics: ἀρειά Low diacritics: αρειά Capitals: ΑΡΕΙΑ
Transliteration A: areiá Transliteration B: areia Transliteration C: areia Beta Code: a)reia/

English (LSJ)

[ᾰρ], Ion. and poet. ἀρειή, ἡ, collective noun, menaces, threats, λευγαλέοις ἐπέεσσιν.. καὶ ἀρειῇ Il.20.109, but μειλιχίοις ἐπέεσσιν.. καὶ ἀρειῇ 21.339; πολλὰ δὲ μειλιχίοισι.. πολλὰ δ' ἀρειῇ 17.431.

German (Pape)

[Seite 348] ion. u. poet. ἀρειή, Hom. dreimal; Iliad. 17, 431 πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ' ἀρειῇ; 20, 109 μηδέ σε πάμπαν λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ; 21, 339 μηδέ σε πάμπαν μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ. Die Bed. ist also »Drohung«, ἀπειλή, vgl. Apoll. Lex. 42, 16; verwandt vielleicht ἀρά, ἀράομαι.

French (Bailly abrégé)

v. ἀρειή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρειά: [ᾰρ], Ἰων. καὶ ποιητ. ἀρειή, ἡ (ἀρά): - ὄνομα περιληπτικόν, ἀπειλαί, «φοβερίσματα», λευγαλέοις ἐπέεσσιν.. καὶ ἀρειῇ Ἰλ. Φ. 339., Υ. 109· πολλὰ δὲ μειλιχίοισι…, πολλὰ δ’ ἀρειῇ Ρ. 431· - ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀρειάω = ἀπειλέω, Ἱππῶναξ ἐν Ἐτυμ. Μ. 139. 38, Γαισφ.

Greek Monotonic

ἀρειά: [ᾰρ], Ιων. ἀρειή, ἡ (ἀρά), περιληπτικό ουσ., φοβέρες, εκφοβισμοί, απειλές, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[ἀρά]
collective noun, menaces, threats, Il.