φαιδρότης: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (LSJ1 replacement) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=faidrotis | |Transliteration C=faidrotis | ||
|Beta Code=faidro/ths | |Beta Code=faidro/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, < | |Definition=-ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[brightness]], [[brilliance]], ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.''Or.''11.89, cf. 221.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[joyousness]], Isoc.15.133, Plu.2.595d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] ητος, ἡ, 1) [[Reinheit]], [[Klarheit]], [[Glanz]]. – 2) übertr., [[Heiterkeit]], [[Fröhlichkeit]], Isocr. 15, 133. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />[[doux éclat]] ; [[joie]], [[gaîté]].<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φαιδρότης:''' ητος ἡ [[ясность духа]], [[веселое настроение]] Isocr., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαιδρότης''': -ητος, ἡ, [[λαμπρότης]], [[ἀκτινοβολία]], ὀφθαλμῶν | |lstext='''φαιδρότης''': -ητος, ἡ, [[λαμπρότης]], [[ἀκτινοβολία]], ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., [[εὐθυμία]], [[εὔθυμος]] [[διάθεσις]], [[χαρά]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φαιδρότης:''' -ητος, ἡ, [[λαμπρότητα]], [[ευθυμία]], σε Ισοκρ. | |lsmtext='''φαιδρότης:''' -ητος, ἡ, [[λαμπρότητα]], [[ευθυμία]], σε Ισοκρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η / [[φαιδρότης]], -ητος, ΝΜΑ [[φαιδρός]]<br />[[ευθυμία]], [[χαρά]], [[ιλαρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γελοίος]] [[λόγος]] ή γελοία [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάμψη]], [[ακτινοβολία]] («[[φαιδρότης]] ὀφθαλμῶν», <b>Πολυδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φαιδρότης]], ητος, ἡ, [from [[φαιδρός]]<br />[[brightness]]: [[joyousness]], Isocr. | |mdlsjtxt=[[φαιδρότης]], ητος, ἡ, [from [[φαιδρός]]<br />[[brightness]]: [[joyousness]], Isocr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A brightness, brilliance, ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.Or.11.89, cf. 221.
2 metaph., joyousness, Isoc.15.133, Plu.2.595d.
German (Pape)
[Seite 1250] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
doux éclat ; joie, gaîté.
Étymologie: φαιδρός.
Russian (Dvoretsky)
φαιδρότης: ητος ἡ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης, ἀκτινοβολία, ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., εὐθυμία, εὔθυμος διάθεσις, χαρά, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.
Greek Monotonic
φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότητα, ευθυμία, σε Ισοκρ.
Greek Monolingual
η / φαιδρότης, -ητος, ΝΜΑ φαιδρός
ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη
αρχ.
λάμψη, ακτινοβολία («φαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.).
Middle Liddell
φαιδρότης, ητος, ἡ, [from φαιδρός
brightness: joyousness, Isocr.