σφραγιστής: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfragistis
|Transliteration C=sfragistis
|Beta Code=sfragisth/s
|Beta Code=sfragisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sealer]], title of Egyptian priests who [[sealed]] the victim before sacrifice, Plu.2.363b (cf. [[μοσχοσφραγιστής]]): also, [[witness who seals]] a will, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>361 iii 13</span> (ii A.D., pl.).</span>
|Definition=σφραγιστοῦ, ὁ, [[sealer]], title of Egyptian priests who [[sealed]] the victim before sacrifice, Plu.2.363b (cf. [[μοσχοσφραγιστής]]): also, [[witness who seals]] a will, ''BGU''361 iii 13 (ii A.D., pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1052.png Seite 1052]] ὁ, = [[σφραγιστήρ]], Plut. Is. et Os. 31.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1052.png Seite 1052]] ὁ, = [[σφραγιστήρ]], Plut. Is. et Os. 31.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui scelle ; οἱ σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.<br />'''Étymologie:''' [[σφραγίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σφρᾱγιστής:''' οῦ ὁ [[хранитель печати]]: οἱ σφραγισταί Plut. сфрагисты (египетские жрецы, накладывавшие печати на жертвенных животных).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφρᾱγιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ σφραγίζων, [[ὄνομα]] Αἰγυπτίου ἱερέως, Πλούτ. 2. 363Β.
|lstext='''σφρᾱγιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ σφραγίζων, [[ὄνομα]] Αἰγυπτίου ἱερέως, Πλούτ. 2. 363Β.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui scelle ; [[οἱ]] σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.<br />'''Étymologie:''' [[σφραγίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σφραγίζω]]<br />[[υπάλληλος]] που ενεργεί [[σφράγιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το [[θύμα]] [[πριν]] από τη [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]] που υπογράφει και επισφραγίζει μία [[διαθήκη]].
|mltxt=ο, ΝΑ [[σφραγίζω]]<br />[[υπάλληλος]] που ενεργεί [[σφράγιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το [[θύμα]] [[πριν]] από τη [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]] που υπογράφει και επισφραγίζει μία [[διαθήκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''σφρᾱγιστής:''' οῦ ὁ хранитель печати: οἱ σφραγισταί Plut. сфрагисты (египетские жрецы, накладывавшие печати на жертвенных животных).
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρᾱγιστής Medium diacritics: σφραγιστής Low diacritics: σφραγιστής Capitals: ΣΦΡΑΓΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sphragistḗs Transliteration B: sphragistēs Transliteration C: sfragistis Beta Code: sfragisth/s

English (LSJ)

σφραγιστοῦ, ὁ, sealer, title of Egyptian priests who sealed the victim before sacrifice, Plu.2.363b (cf. μοσχοσφραγιστής): also, witness who seals a will, BGU361 iii 13 (ii A.D., pl.).

German (Pape)

[Seite 1052] ὁ, = σφραγιστήρ, Plut. Is. et Os. 31.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui scelle ; οἱ σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.
Étymologie: σφραγίζω.

Russian (Dvoretsky)

σφρᾱγιστής: οῦ ὁ хранитель печати: οἱ σφραγισταί Plut. сфрагисты (египетские жрецы, накладывавшие печати на жертвенных животных).

Greek (Liddell-Scott)

σφρᾱγιστής: -οῦ, ὁ, ὁ σφραγίζων, ὄνομα Αἰγυπτίου ἱερέως, Πλούτ. 2. 363Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σφραγίζω
υπάλληλος που ενεργεί σφράγιση
αρχ.
1. τίτλος Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. μάρτυρας που υπογράφει και επισφραγίζει μία διαθήκη.