ἀνομοιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anomoioeidis
|Transliteration C=anomoioeidis
|Beta Code=a)nomoioeidh/s
|Beta Code=a)nomoioeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of unlike kind, heterogeneous</b>, φιλίαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1163b32</span>, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>440</span>:—hence Subst. ἀνομοιο-είδεια, ἡ, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>101.22</span>.</span>
|Definition=ἀνομοιοειδές, [[of unlike kind]], [[heterogeneous]], φιλίαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1163b32, cf. Dam.''Pr.''440:—hence [[substantive]] ἀνομοιο-είδεια, ἡ, A.D.''Pron.''101.22.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀνομοιοειδής''': -ές, ὁ διαφόρου εἴδους, [[ἑτεροειδής]], ἐν πάσαις δὲ ταῖς ἀνομοιοδέσι φιλίαις τὸ ἀνάλογον ἰσάζει καὶ σῴζει τὴν φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -είδεια, ἡ, Ἀπολλ. περὶ ἀντωνυμ. 389.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[heterogéneo]], [[diferente]] φιλίαι Arist.<i>EN</i> 1163<sup>b</sup>32.<br /><b class="num">2</b> geom. [[compuesto de elementos heterogéneos]] de líneas curvas, Procl.<i>in Euc</i>.164.2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’espèce différente.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὁμοιοειδής]].
|btext=ής, ές :<br />[[d'espèce différente]].<br />'''Étymologie:''' [[]], [[ὁμοιοειδής]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>von ungleicher Art</i>, Arist. <i>Nicom</i>. 9.1.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνομοιοειδής:''' [[принадлежащий к разным видам]], [[неодинаковый]] Arst.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[heterogéneo]], [[diferente]] φιλίαι Arist.<i>EN</i> 1163<sup>b</sup>32.<br /><b class="num">2</b> geom. [[compuesto de elementos heterogéneos]] de líneas curvas, Procl.<i>in Euc</i>.164.2.
|lstext='''ἀνομοιοειδής''': -ές, ὁ διαφόρου εἴδους, [[ἑτεροειδής]], ἐν πάσαις δὲ ταῖς ἀνομοιοδέσι φιλίαις τὸ ἀνάλογον ἰσάζει καὶ σῴζει τὴν φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -είδεια, ἡ, Ἀπολλ. περὶ ἀντωνυμ. 389.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''ἀνομοιοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), από διαφορετικό είδος, [[ετερογενής]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ἀνομοιοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), από διαφορετικό είδος, [[ετερογενής]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀνομοιοειδής:''' принадлежащий к разным видам, неодинаковый Arst.
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />of [[unlike]] [[kind]], [[heterogeneous]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομοιοειδής Medium diacritics: ἀνομοιοειδής Low diacritics: ανομοιοειδής Capitals: ΑΝΟΜΟΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: anomoioeidḗs Transliteration B: anomoioeidēs Transliteration C: anomoioeidis Beta Code: a)nomoioeidh/s

English (LSJ)

ἀνομοιοειδές, of unlike kind, heterogeneous, φιλίαι Arist.EN1163b32, cf. Dam.Pr.440:—hence substantive ἀνομοιο-είδεια, ἡ, A.D.Pron.101.22.

Spanish (DGE)

-ές
1 heterogéneo, diferente φιλίαι Arist.EN 1163b32.
2 geom. compuesto de elementos heterogéneos de líneas curvas, Procl.in Euc.164.2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'espèce différente.
Étymologie: , ὁμοιοειδής.

German (Pape)

ές, von ungleicher Art, Arist. Nicom. 9.1.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομοιοειδής: принадлежащий к разным видам, неодинаковый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομοιοειδής: -ές, ὁ διαφόρου εἴδους, ἑτεροειδής, ἐν πάσαις δὲ ταῖς ἀνομοιοδέσι φιλίαις τὸ ἀνάλογον ἰσάζει καὶ σῴζει τὴν φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -είδεια, ἡ, Ἀπολλ. περὶ ἀντωνυμ. 389.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνομοιοειδής)
ανόμοιος κατά το είδος, ετεροειδής.

Greek Monotonic

ἀνομοιοειδής: -ές (εἶδος), από διαφορετικό είδος, ετερογενής, σε Αριστ.

Middle Liddell

εἶδος
of unlike kind, heterogeneous, Arist.