εἰδύλλιον: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(big3_13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eidyllion | |Transliteration C=eidyllion | ||
|Beta Code=ei)du/llion | |Beta Code=ei)du/llion | ||
|Definition=τό, Dim. of | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[εἶδος]] 11: [[short]], [[highly wrought descriptive poem]], mostly [[on pastoral subjects]], as those of Theoc., Bion, Mosch., [[idyll]], Sch. Theoc.''Proll.'', cf. Plin.''Ep.''4.14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br />dim. de [[εἶδος]] [[idilio]], [[breve poema narrativo]] Sch.Theoc.proem.p.5.7, 10, cf. Plin.<i>Ep</i>.4.14.9, Soz.<i>HE</i> 6.25.5, <i>Anecd.Ludw</i>.63.5. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0724.png Seite 724]] τό, dim. von [[εἶδος]], das Bildchen, ein kleines, zierliches Gedicht, meist ländliches Inhalts, wie die des Theocr., Bion u. Mosch.; nur bei Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0724.png Seite 724]] τό, dim. von [[εἶδος]], das Bildchen, ein kleines, zierliches Gedicht, meist ländliches Inhalts, wie die des Theocr., Bion u. Mosch.; nur bei Gramm. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />[[petite poésie]], [[poésie fugitive]], [[idylle]].<br />'''Étymologie:''' [[εἶδος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰδύλλιον:''' τό [[маленький образ]], [[картинка]] (преимущ. из сельского быта), идиллия (τὰ τοῦ Θεοκρίτου εἰδύλλια). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰδύλλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[εἶδος]], βραχύ, ἐξόχως ἐπεξειργασμένον, περιγραφικὸν [[ποίημα]], τὸ πλεῖστον ἐπὶ βουκολικῶν ὑποθέσεων· τοιαῦτα εἰδύλλια ἔγραψαν ὁ Θεόκρ., ὁ Βίων καὶ ὁ Μόσχ., πρβλ. Πλιν. Ἐπιστ. 4. 14. | |lstext='''εἰδύλλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[εἶδος]], βραχύ, ἐξόχως ἐπεξειργασμένον, περιγραφικὸν [[ποίημα]], τὸ πλεῖστον ἐπὶ βουκολικῶν ὑποθέσεων· τοιαῦτα εἰδύλλια ἔγραψαν ὁ Θεόκρ., ὁ Βίων καὶ ὁ Μόσχ., πρβλ. Πλιν. Ἐπιστ. 4. 14. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''εἰδύλλιον:''' τό, υποκορ. του [[εἶδος]], σύντομο περιγραφικό [[ποίημα]], που σχετίζεται [[κυρίως]] με βουκολικά θέματα, [[ειδύλλιο]], ποιμενικό [[ειδύλλιο]], σε Θεόκρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εἰδύλλιον]], ου, τό,<br />Dim. of [[εἶδος]]: a [[short]] descriptive [[poem]], [[mostly]] on [[pastoral]] subjects, an idyll, Theocr., etc. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=(=μικρό περιγραφικό [[ποίημα]] μέ ποιμενική ὑπόθεση). Ὑποκοριστικό τοῦ [[εἶδος]] ἀπό τό [[εἴδω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of εἶδος 11: short, highly wrought descriptive poem, mostly on pastoral subjects, as those of Theoc., Bion, Mosch., idyll, Sch. Theoc.Proll., cf. Plin.Ep.4.14.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dim. de εἶδος idilio, breve poema narrativo Sch.Theoc.proem.p.5.7, 10, cf. Plin.Ep.4.14.9, Soz.HE 6.25.5, Anecd.Ludw.63.5.
German (Pape)
[Seite 724] τό, dim. von εἶδος, das Bildchen, ein kleines, zierliches Gedicht, meist ländliches Inhalts, wie die des Theocr., Bion u. Mosch.; nur bei Gramm.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite poésie, poésie fugitive, idylle.
Étymologie: εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
εἰδύλλιον: τό маленький образ, картинка (преимущ. из сельского быта), идиллия (τὰ τοῦ Θεοκρίτου εἰδύλλια).
Greek (Liddell-Scott)
εἰδύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ εἶδος, βραχύ, ἐξόχως ἐπεξειργασμένον, περιγραφικὸν ποίημα, τὸ πλεῖστον ἐπὶ βουκολικῶν ὑποθέσεων· τοιαῦτα εἰδύλλια ἔγραψαν ὁ Θεόκρ., ὁ Βίων καὶ ὁ Μόσχ., πρβλ. Πλιν. Ἐπιστ. 4. 14.
Greek Monotonic
εἰδύλλιον: τό, υποκορ. του εἶδος, σύντομο περιγραφικό ποίημα, που σχετίζεται κυρίως με βουκολικά θέματα, ειδύλλιο, ποιμενικό ειδύλλιο, σε Θεόκρ. κ.λπ.
Middle Liddell
εἰδύλλιον, ου, τό,
Dim. of εἶδος: a short descriptive poem, mostly on pastoral subjects, an idyll, Theocr., etc.
Mantoulidis Etymological
(=μικρό περιγραφικό ποίημα μέ ποιμενική ὑπόθεση). Ὑποκοριστικό τοῦ εἶδος ἀπό τό εἴδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.