μίσημα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=μῑ́σημα | ||
|Medium diacritics=μίσημα | |Medium diacritics=μίσημα | ||
|Low diacritics=μίσημα | |Low diacritics=μίσημα | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misima | |Transliteration C=misima | ||
|Beta Code=mi/shma | |Beta Code=mi/shma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[object of hate]], of persons, ὦ δύσθεον μ. S.''El.''289: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα A. ''Th.''186; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.''Eu.''73: c. dat., μ. πᾶσιν E.''Hipp.''407. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[objet de haine]].<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>das [[Gehaßte]], der [[Gegenstand]] des Hasses</i>; Soph. <i>El</i>. 281 nennt Klytämnestra die Electra so; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ [[θεῶν]] Ὀλυμπίων, Aesch. <i>Eum</i>. 73; <i>Spt</i>. 168; πᾶσιν [[μίσημα]], Eur. <i>Hipp</i>. 407. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μίσημα:''' ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μίσημα''': [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· | |lstext='''μίσημα''': [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μίσημα]], τὸ (Α) [[μισώ]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[αντικείμενο]] μίσους (α. «[[μίσημα]] | |mltxt=[[μίσημα]], τὸ (Α) [[μισώ]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[αντικείμενο]] μίσους (α. «[[μίσημα]] πᾶσιν», <b>Ευρ.</b><br />β. «σωφρόνων μισήματα», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μίσημα:''' [ῑ], -ατος, τό, [[αντικείμενο]] μίσους, λέγεται για πρόσωπα, [[μίσημα]] [[ἀνδρῶν]] καὶ [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· με δοτ., [[μίσημα]] πᾶσιν, σε Ευρ. | |lsmtext='''μίσημα:''' [ῑ], -ατος, τό, [[αντικείμενο]] μίσους, λέγεται για πρόσωπα, [[μίσημα]] [[ἀνδρῶν]] καὶ [[θεῶν]], σε Αισχύλ.· με δοτ., [[μίσημα]] πᾶσιν, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=μῑ́σημα, ατος, τό, [from μῑσέω]<br />an [[object]] of [[hate]], of persons, μ. [[ἀνδρῶν]] καὶ [[θεῶν]] Aesch.; c. dat., μ. πᾶσιν Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[object of abhorrence]], [[object of detestation]], [[object of execration]], [[object of hatred]], [[object of loathing]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, object of hate, of persons, ὦ δύσθεον μ. S.El.289: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα A. Th.186; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.Eu.73: c. dat., μ. πᾶσιν E.Hipp.407.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: μισέω.
German (Pape)
τό, das Gehaßte, der Gegenstand des Hasses; Soph. El. 281 nennt Klytämnestra die Electra so; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων, Aesch. Eum. 73; Spt. 168; πᾶσιν μίσημα, Eur. Hipp. 407.
Russian (Dvoretsky)
μίσημα: ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μίσημα: [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407.
Greek Monolingual
μίσημα, τὸ (Α) μισώ
(για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾶσιν», Ευρ.
β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
μίσημα: [ῑ], -ατος, τό, αντικείμενο μίσους, λέγεται για πρόσωπα, μίσημα ἀνδρῶν καὶ θεῶν, σε Αισχύλ.· με δοτ., μίσημα πᾶσιν, σε Ευρ.
Middle Liddell
μῑ́σημα, ατος, τό, [from μῑσέω]
an object of hate, of persons, μ. ἀνδρῶν καὶ θεῶν Aesch.; c. dat., μ. πᾶσιν Eur.
English (Woodhouse)
object of abhorrence, object of detestation, object of execration, object of hatred, object of loathing