ἰσόσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isostathmos
|Transliteration C=isostathmos
|Beta Code=i)so/staqmos
|Beta Code=i)so/staqmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">equal in weight</b>, Dsc.1.44, Orib.<span class="title">Fr.</span>106, <span class="bibl">App.<span class="title">Sic.</span>3</span>; [[even]], <b class="b3">σφυγμός</b> [Gal.]19.641; gloss on [[σύσταθμος]], ib.143:—also ἰσο-σταθμής, ές, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>98</span>.</span>
|Definition=ἰσόσταθμον, [[equal in weight]], Dsc.1.44, Orib.''Fr.''106, App.''Sic.''3; [[even]], [[σφυγμός]] [Gal.]19.641; ''Glossaria'' on [[σύσταθμος]], ib.143:—also [[ἰσοσταθμής]], ές, Ptol.''Tetr.''98.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόσταθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίσο [[βάρος]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἰσόσταθμα</i><br />α) με το ίδιο [[βάρος]], ισοβαρώς<br />β) συμμετρικά<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισοϋψής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισόσταθμα</i> (Α <i>ἰσοστάθμως</i>)<br />με την [[ίδια]] [[αναλογία]], [[εξίσου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] «[[ζυγός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>σταθμος</i>, <i>σύ</i>-<i>σταθμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόσταθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίσο [[βάρος]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἰσόσταθμα</i><br />α) με το ίδιο [[βάρος]], ισοβαρώς<br />β) συμμετρικά<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισοϋψής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισόσταθμα</i> (Α <i>ἰσοστάθμως</i>)<br />με την [[ίδια]] [[αναλογία]], [[εξίσου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] «[[ζυγός]]» ([[πρβλ]]. [[αντί]]-<i>σταθμος</i>, <i>σύ</i>-<i>σταθμος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόσταθμος Medium diacritics: ἰσόσταθμος Low diacritics: ισόσταθμος Capitals: ΙΣΟΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: isóstathmos Transliteration B: isostathmos Transliteration C: isostathmos Beta Code: i)so/staqmos

English (LSJ)

ἰσόσταθμον, equal in weight, Dsc.1.44, Orib.Fr.106, App.Sic.3; even, σφυγμός [Gal.]19.641; Glossaria on σύσταθμος, ib.143:—also ἰσοσταθμής, ές, Ptol.Tetr.98.

German (Pape)

[Seite 1267] gleich wiegend, gleich schwer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόσταθμος: -ον, ἔχων ἴσον βάρος, Διοσκ. 1. 54· ἴσος, κανονικός, σφυγμὸς Γαλην. 7. 336.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόσταθμος, -ον)
αυτός που έχει ίσο βάρος με κάτι άλλο, ισοβαρής, ισοζυγής
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόσταθμα
α) με το ίδιο βάρος, ισοβαρώς
β) συμμετρικά
2. αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον άλλο, ο ισοϋψής.
επίρρ...
ισόσταθμαἰσοστάθμως)
με την ίδια αναλογία, εξίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σταθμος < σταθμός «ζυγός» (πρβλ. αντί-σταθμος, σύ-σταθμος)].