ἰσόσταθμος: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isostathmos | |Transliteration C=isostathmos | ||
|Beta Code=i)so/staqmos | |Beta Code=i)so/staqmos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ἰσόσταθμον, [[equal in weight]], Dsc.1.44, Orib.''Fr.''106, App.''Sic.''3; [[even]], [[σφυγμός]] [Gal.]19.641; ''Glossaria'' on [[σύσταθμος]], ib.143:—also [[ἰσοσταθμής]], ές, Ptol.''Tetr.''98. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1267.png Seite 1267]] gleich wiegend, gleich schwer, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰσόσταθμος''': -ον, ἔχων ἴσον βάρος, Διοσκ. 1. 54· [[ἴσος]], [[κανονικός]], σφυγμὸς Γαλην. 7. 336. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόσταθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ίσο [[βάρος]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἰσόσταθμα</i><br />α) με το ίδιο [[βάρος]], ισοβαρώς<br />β) συμμετρικά<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισοϋψής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισόσταθμα</i> (Α <i>ἰσοστάθμως</i>)<br />με την [[ίδια]] [[αναλογία]], [[εξίσου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] «[[ζυγός]]» ([[πρβλ]]. [[αντί]]-<i>σταθμος</i>, <i>σύ</i>-<i>σταθμος</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰσόσταθμον, equal in weight, Dsc.1.44, Orib.Fr.106, App.Sic.3; even, σφυγμός [Gal.]19.641; Glossaria on σύσταθμος, ib.143:—also ἰσοσταθμής, ές, Ptol.Tetr.98.
German (Pape)
[Seite 1267] gleich wiegend, gleich schwer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόσταθμος: -ον, ἔχων ἴσον βάρος, Διοσκ. 1. 54· ἴσος, κανονικός, σφυγμὸς Γαλην. 7. 336.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόσταθμος, -ον)
αυτός που έχει ίσο βάρος με κάτι άλλο, ισοβαρής, ισοζυγής
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόσταθμα
α) με το ίδιο βάρος, ισοβαρώς
β) συμμετρικά
2. αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον άλλο, ο ισοϋψής.
επίρρ...
ισόσταθμα (Α ἰσοστάθμως)
με την ίδια αναλογία, εξίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σταθμος < σταθμός «ζυγός» (πρβλ. αντί-σταθμος, σύ-σταθμος)].