τοξόδαμνος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=toksodamnos
|Transliteration C=toksodamnos
|Beta Code=toco/damnos
|Beta Code=toco/damnos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[subduing with the bow]], <b class="b3">τ. Ἄρης</b> the war [[of archers]], i.e. the Persians (cf. τόξον <span class="bibl">1.1</span>), ib. <span class="bibl">86</span> (lyr.); Ἄρτεμις <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1451</span>, cf. <span class="bibl">Diph.30</span>, Lyc. 1331.</span>
|Definition=τοξόδαμνον, [[subduing with the bow]], <b class="b3">τ. Ἄρης</b> the war [[of archers]], i.e. the Persians (cf. [[τόξον]] 1.1), ib. 86 (lyr.); Ἄρτεμις E.''Hipp.''1451, cf. Diph.30, Lyc. 1331.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] bogengewaltig, den Bogen beherrschend, [[Ἄρης]], Aesch. Pers. 86; oder mit dem Bogen überwältigend, tödtend, Artemis, Eur. Hipp. 1451; Diphil. bei Ath. VI, 223 a; Lycophr. 1331.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] bogengewaltig, den Bogen beherrschend, [[Ἄρης]], Aesch. Pers. 86; oder mit dem Bogen überwältigend, tödtend, Artemis, Eur. Hipp. 1451; Diphil. bei Ath. VI, 223 a; Lycophr. 1331.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τοξοδάμας]].
}}
{{elru
|elrutext='''τοξόδαμνος:''' ὁ Aesch., Eur. = [[τοξοδάμας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξόδαμνος''': -ον, ὁ διὰ τοῦ τόξου δαμάζων, τ. Ἄρης, ὁ [[πόλεμος]] τῶν τοξοτῶν, δηλ. τῶν Περσῶν (πρβλ. [[τόξον]] Ι). Αἰσχύλ. Πέρσ. 86· Ἄρτεμις Εὐρ. Ἱππ. 1451· τοξόδαμνε παρθένε Δίφιλος ἐν «Ἐλενηφοροῦσιν» 1. 3.
|lstext='''τοξόδαμνος''': -ον, ὁ διὰ τοῦ τόξου δαμάζων, τ. Ἄρης, ὁ [[πόλεμος]] τῶν τοξοτῶν, δηλ. τῶν Περσῶν (πρβλ. [[τόξον]] Ι). Αἰσχύλ. Πέρσ. 86· Ἄρτεμις Εὐρ. Ἱππ. 1451· τοξόδαμνε παρθένε Δίφιλος ἐν «Ἐλενηφοροῦσιν» 1. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τοξοδάμας]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δαμάζει με το [[τόξο]] («[[τοξόδαμνος]] [[Ἄρτεμις]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τοξόδαμνος]] [[Ἄρης]]» — [[πόλεμος]] που διεξάγεται από δεινούς τοξότες (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πρωτό</i>-<i>δαμνος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δαμάζει με το [[τόξο]] («[[τοξόδαμνος]] [[Ἄρτεμις]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τοξόδαμνος]] [[Ἄρης]]» — [[πόλεμος]] που διεξάγεται από δεινούς τοξότες (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]»), [[πρβλ]]. [[πρωτόδαμνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοξόδαμνος:''' -ον, αυτός που δαμάζει, υποτάσσει με το [[τόξο]] του, [[τοξόδαμνος]] [[Ἄρης]], ο [[πόλεμος]] των τοξοτών, δηλ. των Περσών, σε Αισχύλ.· [[τοξόδαμνος]] [[Ἄρτεμις]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τοξόδαμνος:''' -ον, αυτός που δαμάζει, υποτάσσει με το [[τόξο]] του, [[τοξόδαμνος]] [[Ἄρης]], ο [[πόλεμος]] των τοξοτών, δηλ. των Περσών, σε Αισχύλ.· [[τοξόδαμνος]] [[Ἄρτεμις]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τοξόδαμνος:''' ὁ Aesch., Eur. = [[τοξοδάμας]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξόδαμνος Medium diacritics: τοξόδαμνος Low diacritics: τοξόδαμνος Capitals: ΤΟΞΟΔΑΜΝΟΣ
Transliteration A: toxódamnos Transliteration B: toxodamnos Transliteration C: toksodamnos Beta Code: toco/damnos

English (LSJ)

τοξόδαμνον, subduing with the bow, τ. Ἄρης the war of archers, i.e. the Persians (cf. τόξον 1.1), ib. 86 (lyr.); Ἄρτεμις E.Hipp.1451, cf. Diph.30, Lyc. 1331.

German (Pape)

[Seite 1128] bogengewaltig, den Bogen beherrschend, Ἄρης, Aesch. Pers. 86; oder mit dem Bogen überwältigend, tödtend, Artemis, Eur. Hipp. 1451; Diphil. bei Ath. VI, 223 a; Lycophr. 1331.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τοξοδάμας.

Russian (Dvoretsky)

τοξόδαμνος: ὁ Aesch., Eur. = τοξοδάμας.

Greek (Liddell-Scott)

τοξόδαμνος: -ον, ὁ διὰ τοῦ τόξου δαμάζων, τ. Ἄρης, ὁ πόλεμος τῶν τοξοτῶν, δηλ. τῶν Περσῶν (πρβλ. τόξον Ι). Αἰσχύλ. Πέρσ. 86· Ἄρτεμις Εὐρ. Ἱππ. 1451· τοξόδαμνε παρθένε Δίφιλος ἐν «Ἐλενηφοροῦσιν» 1. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που δαμάζει με το τόξοτοξόδαμνος Ἄρτεμις», Ευρ.)
2. φρ. «τοξόδαμνος Ἄρης» — πόλεμος που διεξάγεται από δεινούς τοξότες (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. πρωτόδαμνος].

Greek Monotonic

τοξόδαμνος: -ον, αυτός που δαμάζει, υποτάσσει με το τόξο του, τοξόδαμνος Ἄρης, ο πόλεμος των τοξοτών, δηλ. των Περσών, σε Αισχύλ.· τοξόδαμνος Ἄρτεμις, σε Ευρ.

Middle Liddell

τοξό-δαμνος, ον, δαμάω
subduing with the bow, τ. Ἄρης the war of archers, i. e. the Persians, Aesch.; τ. Ἄρτεμις Eur.

English (Woodhouse)

conquering with the bow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)