ἐϋμμελίης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eymmeliis
|Transliteration C=eymmeliis
|Beta Code=e)u+mmeli/hs
|Beta Code=e)u+mmeli/hs
|Definition=ὁ, (εὖ, μελία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">armed with good ashen spear</b>, <b class="b3">ἐϋμμελίω</b> (Ion. gen.) Πριάμοιο <span class="bibl">Il.4.47</span>, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης <span class="bibl">17.9</span>, cf. <span class="bibl">Od. 3.400</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>368</span>, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία <span class="title">APl.</span>1.6.</span>
|Definition=ὁ, (εὖ, μελία) [[armed with good ashen spear]], [[ἐϋμμελίω]] (Ion. gen.) Πριάμοιο Il.4.47, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης 17.9, cf. Od. 3.400, Hes.''Sc.''368, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία ''APl.''1.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] ὁ ([[μελία]]), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = [[εὐμελίας]], das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] ὁ ([[μελία]]), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = [[εὐμελίας]], das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6).
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> ίω;<br /><i>adj. m.</i><br />[[à la forte lance]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μελία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐϋμμελίης:''' [[вооруженный крепким ясеневым копьем]] ([[Πρίαμος]] Hom.; [[Κύκνος]] Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐϋμμελίης''': ὁ, (εὖ [[μελία]]), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς [[ἐϋμμελίης]] Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην [[αὐτόθι]] 59· υἷες ἐϋμμελίαι [[αὐτόθι]] 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6.
|lstext='''ἐϋμμελίης''': ὁ, (εὖ [[μελία]]), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς [[ἐϋμμελίης]] Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην [[αὐτόθι]] 59· υἷες ἐϋμμελίαι [[αὐτόθι]] 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> ίω;<br /><i>adj. m.</i><br />à la forte lance.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μελία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐϋμμελίης:''' ὁ (εὖ, [[μελία]]), Επικ. αντί <i>εὐ-μελίης</i>, οπλισμένος, [[ένοπλος]] με καλό [[δόρυ]] από [[ξύλο]] φλαμουριάς, σε Όμηρ.· <i>ἐϋμμελίω</i>, Επικ. γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐϋμμελίης:''' ὁ (εὖ, [[μελία]]), Επικ. αντί <i>εὐ-μελίης</i>, οπλισμένος, [[ένοπλος]] με καλό [[δόρυ]] από [[ξύλο]] φλαμουριάς, σε Όμηρ.· <i>ἐϋμμελίω</i>, Επικ. γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐϋμμελίης:''' вооруженный крепким ясеневым копьем ([[Πρίαμος]] Hom.; [[Κύκνος]] Hes.).
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋμμελίης Medium diacritics: ἐϋμμελίης Low diacritics: εϋμμελίης Capitals: ΕΫΜΜΕΛΙΗΣ
Transliteration A: eümmelíēs Transliteration B: eummeliēs Transliteration C: eymmeliis Beta Code: e)u+mmeli/hs

English (LSJ)

ὁ, (εὖ, μελία) armed with good ashen spear, ἐϋμμελίω (Ion. gen.) Πριάμοιο Il.4.47, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης 17.9, cf. Od. 3.400, Hes.Sc.368, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία APl.1.6.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ (μελία), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = εὐμελίας, das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6).

French (Bailly abrégé)

gén. ίω;
adj. m.
à la forte lance.
Étymologie: εὖ, μελία.

Russian (Dvoretsky)

ἐϋμμελίης: вооруженный крепким ясеневым копьем (Πρίαμος Hom.; Κύκνος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋμμελίης: ὁ, (εὖ μελία), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς ἐϋμμελίης Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην αὐτόθι 59· υἷες ἐϋμμελίαι αὐτόθι 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6.

Greek Monolingual

ἐϋμμελίης, ὁ, ιων. γεν. ἐϋμμελίω, δωρ. γεν. ἐϋμμελία (Α)
οπλισμένος με καλό δόρυ από μελία, ικανός ακοντιστής, καλός πολεμιστήςΠρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εΰς + μελία «δόρυ από ξύλο μελιάς»].

Greek Monotonic

ἐϋμμελίης: ὁ (εὖ, μελία), Επικ. αντί εὐ-μελίης, οπλισμένος, ένοπλος με καλό δόρυ από ξύλο φλαμουριάς, σε Όμηρ.· ἐϋμμελίω, Επικ. γεν., σε Ομήρ. Ιλ.