τύρευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyrevma
|Transliteration C=tyrevma
|Beta Code=tu/reuma
|Beta Code=tu/reuma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is curdled, cheese</b>, in pl., <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>496</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyc.</span>162</span>,<span class="bibl">190</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">intrigue</b>, <span class="bibl">Com.Adesp.706</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is curdled]], [[cheese]], in plural, E.''El.''496, ''Cyc.''162,190.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[intrigue]], Com.Adesp.706.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] τό, das Gekäs'te, der Käse, Eur. Cycl. 161. 189 El. 496.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[fromage]].<br />'''Étymologie:''' [[τυρεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τύρευμα -ατος, τό [τυρεύω] [[kaas]].
}}
{{elru
|elrutext='''τύρευμα:''' ατος (ῠ) τό сыр Eur.
}}
{{ls
|lstext='''τύρευμα''': [ῡ], τό, τὸ τυρευθέν, τὸ συμπαγὲν εἰς τυρόν, [[τυρός]], ἐν τῷ πληθυν., τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα Εὐρ. Ἠλ. 496· ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ’ ἢ μήλων τόκον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 162· πηκτοῦ γάλακτος οὐ σπάνια τυρεύματα [[αὐτόθι]] 190. ΙΙ. μεταφορ., [[πανουργία]], [[μηχανορραφία]], [[δολοπλοκία]], Α. Β. 60, 28.
}}
{{grml
|mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[τυρεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[τυρός]], το [[τυρί]] («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μηχανορραφία]], [[δολοπλοκία]], [[πανουργία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τύρευμα:''' [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, [[τυρί]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τύ¯ρευμα, ατος, τό,<br />that [[which]] is [[curdled]], [[cheese]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρευμα Medium diacritics: τύρευμα Low diacritics: τύρευμα Capitals: ΤΥΡΕΥΜΑ
Transliteration A: týreuma Transliteration B: tyreuma Transliteration C: tyrevma Beta Code: tu/reuma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is curdled, cheese, in plural, E.El.496, Cyc.162,190.
II metaph., intrigue, Com.Adesp.706.

German (Pape)

[Seite 1164] τό, das Gekäs'te, der Käse, Eur. Cycl. 161. 189 El. 496.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fromage.
Étymologie: τυρεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύρευμα -ατος, τό [τυρεύω] kaas.

Russian (Dvoretsky)

τύρευμα: ατος (ῠ) τό сыр Eur.

Greek (Liddell-Scott)

τύρευμα: [ῡ], τό, τὸ τυρευθέν, τὸ συμπαγὲν εἰς τυρόν, τυρός, ἐν τῷ πληθυν., τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα Εὐρ. Ἠλ. 496· ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ’ ἢ μήλων τόκον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 162· πηκτοῦ γάλακτος οὐ σπάνια τυρεύματα αὐτόθι 190. ΙΙ. μεταφορ., πανουργία, μηχανορραφία, δολοπλοκία, Α. Β. 60, 28.

Greek Monolingual

-εύματος, τὸ, Α τυρεύω
1. ο τυρός, το τυρί («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», Ευρ.)
2. μτφ. μηχανορραφία, δολοπλοκία, πανουργία.

Greek Monotonic

τύρευμα: [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, τυρί, σε Ευρ.

Middle Liddell

τύ¯ρευμα, ατος, τό,
that which is curdled, cheese, Eur.