θεμιστός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
(16)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=themistos
|Transliteration C=themistos
|Beta Code=qemisto/s
|Beta Code=qemisto/s
|Definition=ή, όν,= <b class="b3">θεμιτός</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>694</span> (lyr.). Adv.<b class="b3">-τῶς</b> cj. in <span class="bibl">Id.<span class="title">Ch.</span> 645</span>(lyr.). <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">oracular</b>, ὕμνοι <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>192</span>; cf. θέμις <span class="bibl">111.1</span>.</span>
|Definition=θεμιστή, θεμιστόν, = [[θεμιτός]], A.''Th.''694 (lyr.). Adv. [[θεμιστῶς]] cj. in Id.''Ch.'' 645(lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[oracular]], ὕμνοι Pi.''Fr.''192; cf. [[θέμις]] III.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1194.png Seite 1194]] eigtl. nach altem Brauch erlaubt, gesetzmäßig, durch Gesetz u. Sitte gestattet; Pind. frg. 204; αἵματος οὐ θεμιστοῦ Aesch. Spt. 678; adv., Διὸς [[σέβας]] παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς Ch. 635. Vgl. [[θεμιτός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1194.png Seite 1194]] eigtl. nach altem Brauch erlaubt, gesetzmäßig, durch Gesetz u. Sitte gestattet; Pind. frg. 204; αἵματος οὐ θεμιστοῦ Aesch. Spt. 678; adv., Διὸς [[σέβας]] παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς Ch. 635. Vgl. [[θεμιτός]].
}}
{{ls
|lstext='''θεμιστός''': -ή, -όν, = [[θεμιτός]], Ἀρχίλ. 79 (κατὰ Bgk.), Αἰσχύλ. Θήβ. 694. - Ἐπίρρ. -τῶς, ὁ αὐτ. Χο. 645. ΙΙ. [[μαντικός]], ὕμνοι Πίνδ. Ἀποσπ. 204˙ πρβλ. [[θέμις]] ΙΙ. 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[θεμιτός]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[θεμίζω]].
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[θεμιτός]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[θεμίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεμιστός:''' Pind., Aesch. = [[θεμιτός]].
}}
{{ls
|lstext='''θεμιστός''': -ή, -όν, = [[θεμιτός]], Ἀρχίλ. 79 (κατὰ Bgk.), Αἰσχύλ. Θήβ. 694. - Ἐπίρρ. -τῶς, ὁ αὐτ. Χο. 645. ΙΙ. [[μαντικός]], ὕμνοι Πίνδ. Ἀποσπ. 204· πρβλ. [[θέμις]] ΙΙ. 1.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θεμιστός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[oracular]] n. pl. pro subs. Δελφοὶ θεμιστῶν μάντιες Ἀπολλωνίδαι (ὕμνων [[post]] θεμίστων del. Heyne: θεμίτων coni. Turyn) fr. 192.
|sltr=[[θεμιστός]] [[oracular]] n. pl. pro subs. Δελφοὶ θεμιστῶν μάντιες Ἀπολλωνίδαι (ὕμνων [[post]] θεμίστων del. Heyne: θεμίτων coni. Turyn) fr. 192.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμιστός]], -ή, -όν (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[θεμιτός]], όσιος, [[νόμιμος]] («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρησμοδοτικός]], [[μαντικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεμιστῶς</i> (Α)<br />[[νόμιμα]], δίκαια.
|mltxt=[[θεμιστός]], -ή, -όν (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[θεμιτός]], όσιος, [[νόμιμος]] («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρησμοδοτικός]], [[μαντικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεμιστῶς</i> (Α)<br />[[νόμιμα]], δίκαια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεμιστός:''' -ή, -όν, = [[θεμιτός]], σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-τῶς</i>, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θεμιστός]], ή, όν = [[θεμιτός]], Aesch.:—adv. -τῶς, Aesch.]
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμιστός Medium diacritics: θεμιστός Low diacritics: θεμιστός Capitals: ΘΕΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: themistós Transliteration B: themistos Transliteration C: themistos Beta Code: qemisto/s

English (LSJ)

θεμιστή, θεμιστόν, = θεμιτός, A.Th.694 (lyr.). Adv. θεμιστῶς cj. in Id.Ch. 645(lyr.).
II oracular, ὕμνοι Pi.Fr.192; cf. θέμις III.1.

German (Pape)

[Seite 1194] eigtl. nach altem Brauch erlaubt, gesetzmäßig, durch Gesetz u. Sitte gestattet; Pind. frg. 204; αἵματος οὐ θεμιστοῦ Aesch. Spt. 678; adv., Διὸς σέβας παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς Ch. 635. Vgl. θεμιτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. θεμιτός.
Étymologie: adj. verb. de θεμίζω.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστός: Pind., Aesch. = θεμιτός.

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστός: -ή, -όν, = θεμιτός, Ἀρχίλ. 79 (κατὰ Bgk.), Αἰσχύλ. Θήβ. 694. - Ἐπίρρ. -τῶς, ὁ αὐτ. Χο. 645. ΙΙ. μαντικός, ὕμνοι Πίνδ. Ἀποσπ. 204· πρβλ. θέμις ΙΙ. 1.

English (Slater)

θεμιστός oracular n. pl. pro subs. Δελφοὶ θεμιστῶν μάντιες Ἀπολλωνίδαι (ὕμνων post θεμίστων del. Heyne: θεμίτων coni. Turyn) fr. 192.

Greek Monolingual

θεμιστός, -ή, -όν (Α) θέμις (Ι)]
1. θεμιτός, όσιος, νόμιμος («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», Αισχύλ.)
2. χρησμοδοτικός, μαντικός.
επίρρ...
θεμιστῶς (Α)
νόμιμα, δίκαια.

Greek Monotonic

θεμιστός: -ή, -όν, = θεμιτός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

θεμιστός, ή, όν = θεμιτός, Aesch.:—adv. -τῶς, Aesch.]