τροχαϊκός: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trochaikos
|Transliteration C=trochaikos
|Beta Code=troxai+ko/s
|Beta Code=troxai+ko/s
|Definition=ή, όν, [[trochaic]], <span class="bibl">Anon.Rhythm.3.13</span>, <span class="bibl">Heph.3.3</span>, al., <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.3</span>, <span class="bibl">2.1</span>, etc. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid., <span class="bibl">Eust.11.36</span>. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)
|Definition=τροχαϊκή, τροχαϊκόν, [[trochaic]], Anon.Rhythm.3.13, Heph.3.3, al., Hermog.''Id.''1.3, 2.1, etc. Adv. [[τροχαϊκῶς]] ibid., Eust.11.36. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχᾱϊκός Medium diacritics: τροχαϊκός Low diacritics: τροχαϊκός Capitals: ΤΡΟΧΑΪΚΟΣ
Transliteration A: trochaïkós Transliteration B: trochaikos Transliteration C: trochaikos Beta Code: troxai+ko/s

English (LSJ)

τροχαϊκή, τροχαϊκόν, trochaic, Anon.Rhythm.3.13, Heph.3.3, al., Hermog.Id.1.3, 2.1, etc. Adv. τροχαϊκῶς ibid., Eust.11.36. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)

German (Pape)

[ᾱ], oder nach einigen Gramm. richtiger τροχαιϊκός.

Russian (Dvoretsky)

τροχᾱϊκός: стих. состоящий из трохеев, трохеический.

Greek (Liddell-Scott)

τροχᾱϊκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τροχαῖον, συγκείμενος ἐκ τροχαίων, τροχαϊκὸν μέτρον Ἡφαιστ. 6, 1· τροχ. συζυγία Ἑρμογέν. Ρητορ. 230, 14., 302, 19· τροχαϊκὴ λέξις Ἀρκάδ. 198, 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑρμογέν. Ρητορ. 302, 21· οἱ δημοτικοὶ στίχοι τὸ παλαιὸν τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι Εὐσταθ. 11, 36, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 156, 1, κλπ. -ῑ. ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 39, προτιμᾷ τροχαιϊκός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τροχαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και κατά τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α τροχαῖος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό πόδα
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή διποδία» β. «τροχαϊκή συζυγία», Ερμογ.).
επίρρ...
τροχαϊκώς / τροχαϊκῶς, ΝΜΑ
σε τροχαϊκό μέτρο.