πολυβλαβής: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(33) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyvlavis | |Transliteration C=polyvlavis | ||
|Beta Code=polublabh/s | |Beta Code=polublabh/s | ||
|Definition= | |Definition=πολυβλαβές,<br><span class="bld">A</span> [[very hurtful]], EM1.22, Sch.A.R.2.232, Sch.Il.14.271.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[easily hurt]], τὸ τῆς σαρκὸς π. Plu.2.1090b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές ([[βλάβη]]), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές ([[βλάβη]]), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />très endommagé <i>ou</i> facile à endommager.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βλάπτω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυβλᾰβής:''' [[подверженный порче или легко повреждаемый]] (τὸ τῆς σαρκὸς [[ἐπίκηρον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυβλᾰβής''': -ές, [[λίαν]] [[βλαβερός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2. | |lstext='''πολυβλᾰβής''': -ές, [[λίαν]] [[βλαβερός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[βλαβερός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ [[συχνά]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλάπτεται εύκολα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυβλαβές</i><br />[[κατάσταση]] ή [[ιδιότητα]] [[κατά]] την οποία βλάπτεται [[κανείς]] εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[βλαβερός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ [[συχνά]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλάπτεται εύκολα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυβλαβές</i><br />[[κατάσταση]] ή [[ιδιότητα]] [[κατά]] την οποία βλάπτεται [[κανείς]] εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοβλαβής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυβλαβές,
A very hurtful, EM1.22, Sch.A.R.2.232, Sch.Il.14.271.
II Pass., easily hurt, τὸ τῆς σαρκὸς π. Plu.2.1090b.
German (Pape)
[Seite 660] ές (βλάβη), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très endommagé ou facile à endommager.
Étymologie: πολύς, βλάπτω.
Russian (Dvoretsky)
πολυβλᾰβής: подверженный порче или легко повреждаемый (τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυβλᾰβής: -ές, λίαν βλαβερός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος
2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά
3. αυτός που βλάπτεται εύκολα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές
κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. μεγαλοβλαβής].