πολυβλαβής: Difference between revisions
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyvlavis | |Transliteration C=polyvlavis | ||
|Beta Code=polublabh/s | |Beta Code=polublabh/s | ||
|Definition= | |Definition=πολυβλαβές,<br><span class="bld">A</span> [[very hurtful]], EM1.22, Sch.A.R.2.232, Sch.Il.14.271.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[easily hurt]], τὸ τῆς σαρκὸς π. Plu.2.1090b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές ([[βλάβη]]), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές ([[βλάβη]]), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />très endommagé <i>ou</i> facile à endommager.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βλάπτω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυβλᾰβής:''' [[подверженный порче или легко повреждаемый]] (τὸ τῆς σαρκὸς [[ἐπίκηρον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυβλᾰβής''': -ές, [[λίαν]] [[βλαβερός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2. | |lstext='''πολυβλᾰβής''': -ές, [[λίαν]] [[βλαβερός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[βλαβερός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ [[συχνά]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλάπτεται εύκολα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυβλαβές</i><br />[[κατάσταση]] ή [[ιδιότητα]] [[κατά]] την οποία βλάπτεται [[κανείς]] εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[βλαβερός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ [[συχνά]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλάπτεται εύκολα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυβλαβές</i><br />[[κατάσταση]] ή [[ιδιότητα]] [[κατά]] την οποία βλάπτεται [[κανείς]] εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοβλαβής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυβλαβές,
A very hurtful, EM1.22, Sch.A.R.2.232, Sch.Il.14.271.
II Pass., easily hurt, τὸ τῆς σαρκὸς π. Plu.2.1090b.
German (Pape)
[Seite 660] ές (βλάβη), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très endommagé ou facile à endommager.
Étymologie: πολύς, βλάπτω.
Russian (Dvoretsky)
πολυβλᾰβής: подверженный порче или легко повреждаемый (τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυβλᾰβής: -ές, λίαν βλαβερός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος
2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά
3. αυτός που βλάπτεται εύκολα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές
κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. μεγαλοβλαβής].