ῥομβέω: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=romveo | |Transliteration C=romveo | ||
|Beta Code=r(ombe/w | |Beta Code=r(ombe/w | ||
|Definition= | |Definition=[[cause to spin like a]] [[ῥόμβος]], [[whirl]], ''Glossaria'' on ῥυμβέω ([[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]'' 426e codd.), Tim.''Lex.'', cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[βεμβικίζει]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥομβέω''': ([[ῥόμβος]]) [[περιστρέφω]] ὡς ρόμβον, [[συστρέφω]], περιδινῶ, ἐκσφενδονῶ, «ῥυμβεῖν, ῥομβεῖν· τοῦτο δὲ ἀπὸ τῆς κινήσεως τοῦ ῥόμβου» Τιμ. Λεξ. Πλάτ.· ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 426Ε, τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν τύπον [[ῥυμβέω]]. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ῥομβεῖν, σφενδονᾶν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει: ῥεμβικίζει, ἣν ἑρμηνεύει: «ῥομβεῖ, στρέφει, διώκει». | |lstext='''ῥομβέω''': ([[ῥόμβος]]) [[περιστρέφω]] ὡς ρόμβον, [[συστρέφω]], περιδινῶ, ἐκσφενδονῶ, «ῥυμβεῖν, ῥομβεῖν· τοῦτο δὲ ἀπὸ τῆς κινήσεως τοῦ ῥόμβου» Τιμ. Λεξ. Πλάτ.· ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 426Ε, τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν τύπον [[ῥυμβέω]]. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ῥομβεῖν, σφενδονᾶν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει: ῥεμβικίζει, ἣν ἑρμηνεύει: «ῥομβεῖ, στρέφει, διώκει». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext== [[σφενδονάω]] SUID.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόμβος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
cause to spin like a ῥόμβος, whirl, Glossaria on ῥυμβέω (Pl.Cra. 426e codd.), Tim.Lex., cf. Hsch. s.v. βεμβικίζει.
German (Pape)
[Seite 848] im Kreise herumdrehen, herumbewegen, we einen Kreisel herumtreiben, dah. schwingen, schleudern, werfen, VLL. u. Sp.; att. ῥυμβέω, Tim. lex. Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ῥομβέω: (ῥόμβος) περιστρέφω ὡς ρόμβον, συστρέφω, περιδινῶ, ἐκσφενδονῶ, «ῥυμβεῖν, ῥομβεῖν· τοῦτο δὲ ἀπὸ τῆς κινήσεως τοῦ ῥόμβου» Τιμ. Λεξ. Πλάτ.· ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 426Ε, τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν τύπον ῥυμβέω. - Κατὰ Σουΐδ.: «ῥομβεῖν, σφενδονᾶν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει: ῥεμβικίζει, ἣν ἑρμηνεύει: «ῥομβεῖ, στρέφει, διώκει».