κλινόπους: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klinopous | |Transliteration C=klinopous | ||
|Beta Code=klino/pous | |Beta Code=klino/pous | ||
|Definition=ποδος, ὁ, pl., | |Definition=ποδος, ὁ, pl., [[feet of a bed]], Gp. 13.9.9: sg., generally, κ. τοίχου [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[θριγκός]], ''EM''455.55; [[σφιγγῶν]] ib.425.28 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, και κλινόποδο, το (AM [[κλινόπους]], -οδος, ὁ)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σημείο]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], το [[στήριγμα]] («[[κλινόπους]] τοίχου», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), | |mltxt=ο, και κλινόποδο, το (AM [[κλινόπους]], -οδος, ὁ)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σημείο]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], το [[στήριγμα]] («[[κλινόπους]] τοίχου», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[γωνιόπους]], [[κεφαλόπους]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ποδος, ὁ, pl., feet of a bed, Gp. 13.9.9: sg., generally, κ. τοίχου Hsch. s.v. θριγκός, EM455.55; σφιγγῶν ib.425.28 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1454] ποδος, ὁ, Bett-, Sänftenfuß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνόπους: ποδος, ὁ, ὁ ποὺς κλίνης, Γεωπ. 13. 9, 9· κ. τοίχου Ἡσύχ. ἐν λέξ. θριγκός.
Greek Monolingual
ο, και κλινόποδο, το (AM κλινόπους, -οδος, ὁ)
συν. στον πληθ. τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα
αρχ.
το σημείο στο οποίο στηρίζεται κάτι, το στήριγμα («κλινόπους τοίχου», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πους (< πούς), πρβλ. γωνιόπους, κεφαλόπους].