βωλίτης: Difference between revisions

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=volitis
|Transliteration C=volitis
|Beta Code=bwli/ths
|Beta Code=bwli/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">terrestrial fungus</b>, Lat. <b class="b2">boletus</b>, <span class="bibl">Gp.12.17.8</span>, Gal. 6.655. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">root of</b> <b class="b3">λυχνίς</b>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>21.171</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[terrestrial fungus]], Lat. [[boletus]], Gp.12.17.8, Gal. 6.655.<br><span class="bld">II</span> [[root of]] [[λυχνίς]], Plin.''HN''21.171.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0468.png Seite 468]] ὁ, ein eßbarer Pilz, boletus, Geop.
}}
{{ls
|lstext='''βωλίτης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] μύκητος, Λατ. botetus, Γεωπ. 12. 17. 8. κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[βωλίτης]] και [[βωλήτης]], ο (Α)<br />[[είδος]] μύκητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βωλήτης]] [[είναι]] [[δάνειο]] από το λατ. <i>b</i><i>ō</i><i>l</i><i>ē</i><i>tus</i>, το οποίο μαρτυρείται από την [[εποχή]] του Σενέκα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[εκτός]] από τον <i>βωλήτη</i> όλα τα μανιτάρια, εδώδιμα ή μη. Η [[υπόθεση]] ότι η λατινική λ. προήλθε από την ισπανική [[πόλη]] <i>Boletum</i> [[είναι]] αρκετά πιθανή, δεδομένου ότι [[συνήθως]] τα μανιτάρια παίρνουν τις ονομασίες τους από τα μέρη στα οποία αφθονούν. Κατ' άλλους η λ. [[βωλήτης]] [[είναι]] [[δάνειο]] και έχει την [[ίδια]] [[προέλευση]] με το σλαβ. <i>bŭdla</i> «[[μανιτάρι]]». Ο τ. [[βωλίτης]] σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[πολλά]] παράγωγα σε -[[ίτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωλίτης Medium diacritics: βωλίτης Low diacritics: βωλίτης Capitals: ΒΩΛΙΤΗΣ
Transliteration A: bōlítēs Transliteration B: bōlitēs Transliteration C: volitis Beta Code: bwli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A terrestrial fungus, Lat. boletus, Gp.12.17.8, Gal. 6.655.
II root of λυχνίς, Plin.HN21.171.

German (Pape)

[Seite 468] ὁ, ein eßbarer Pilz, boletus, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

βωλίτης: -ου, ὁ, εἶδος μύκητος, Λατ. botetus, Γεωπ. 12. 17. 8. κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

βωλίτης και βωλήτης, ο (Α)
είδος μύκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βωλήτης είναι δάνειο από το λατ. bōlētus, το οποίο μαρτυρείται από την εποχή του Σενέκα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει εκτός από τον βωλήτη όλα τα μανιτάρια, εδώδιμα ή μη. Η υπόθεση ότι η λατινική λ. προήλθε από την ισπανική πόλη Boletum είναι αρκετά πιθανή, δεδομένου ότι συνήθως τα μανιτάρια παίρνουν τις ονομασίες τους από τα μέρη στα οποία αφθονούν. Κατ' άλλους η λ. βωλήτης είναι δάνειο και έχει την ίδια προέλευση με το σλαβ. bŭdla «μανιτάρι». Ο τ. βωλίτης σχηματίστηκε κατά τα πολλά παράγωγα σε -ίτης].