φιλόδημος: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filodimos | |Transliteration C=filodimos | ||
|Beta Code=filo/dhmos | |Beta Code=filo/dhmos | ||
|Definition= | |Definition=φιλόδημον, [[friend]] of the [[commons]], Ar.''Nu.''1187, Poll.4.34; <b class="b3">φιλόδημον ἔργον</b> a [[popular]] [[act]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''787 (anap.). Adv. [[φιλοδήμως]] Poll.3.66. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />ami du peuple, populaire.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[δῆμος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[ami du peuple]], [[populaire]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[δῆμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον λαό («ὁ [[Σόλων]] ὁ παλαιὸς ἦν [[φιλόδημος]] τὴν φύσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες, διαθέσεις ή καταστάσεις) αυτός που οφείλεται στην [[αγάπη]] για τον λαό ή αυτός που αποτελεί [[εκδήλωση]] της αγάπης [[προς]] αυτόν («[[ἔργον]] γενναῖον καὶ φιλόδημον», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοδήμως]] Α<br />[[χάρη]] στην [[αγάπη]] [[προς]] τον λαό ή μέσω της αγάπης [[προς]] τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] ( | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον λαό («ὁ [[Σόλων]] ὁ παλαιὸς ἦν [[φιλόδημος]] τὴν φύσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες, διαθέσεις ή καταστάσεις) αυτός που οφείλεται στην [[αγάπη]] για τον λαό ή αυτός που αποτελεί [[εκδήλωση]] της αγάπης [[προς]] αυτόν («[[ἔργον]] γενναῖον καὶ φιλόδημον», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοδήμως]] Α<br />[[χάρη]] στην [[αγάπη]] [[προς]] τον λαό ή μέσω της αγάπης [[προς]] τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] ([[πρβλ]]. [[μισόδημος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλόδημον, friend of the commons, Ar.Nu.1187, Poll.4.34; φιλόδημον ἔργον a popular act, Ar.Eq.787 (anap.). Adv. φιλοδήμως Poll.3.66.
German (Pape)
[Seite 1279] das Volk liebend, der Volksfreund, Ar. Equ. 784 Nubb. 1169.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ami du peuple, populaire.
Étymologie: φίλος, δῆμος.
Russian (Dvoretsky)
φιλόδημος: народолюбивый (ὁ Σόλων Arph.): τοὔργον φιλόδημον Arph. подвиг, совершенный на благо народа.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδημος: -ον, φίλος τοῦ δήμου, φίλος τοῦ λαοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1187, Πολυδ. Δ΄, 34· ― φ. ἔργον, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ γενόμενον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 787. Ἐπίρρ. -μως, Πολυδ. Γ΄, 66.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που αγαπά τον λαό («ὁ Σόλων ὁ παλαιὸς ἦν φιλόδημος τὴν φύσιν», Αριστοφ.)
2. (για ενέργειες, διαθέσεις ή καταστάσεις) αυτός που οφείλεται στην αγάπη για τον λαό ή αυτός που αποτελεί εκδήλωση της αγάπης προς αυτόν («ἔργον γενναῖον καὶ φιλόδημον», Αριστοφ.).
επίρρ...
φιλοδήμως Α
χάρη στην αγάπη προς τον λαό ή μέσω της αγάπης προς τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δῆμος (πρβλ. μισόδημος)].
Greek Monotonic
φῐλόδημος: -ον, φίλος του δῆμος, κοινός φίλος, σε Αριστοφ.· φιλόδημον ἔργον, δημόσιο (λαϊκό) έργο, στον ίδ.
Middle Liddell
φῐλό-δημος, ον,
a friend of the δῆμος, the commons' friend, Ar.:— φ. ἔργον a popular act, Ar.