μετριοπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metriopatheia
|Transliteration C=metriopatheia
|Beta Code=metriopa/qeia
|Beta Code=metriopa/qeia
|Definition=[<b class="b3">πᾰ], ἡ</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[restraint over the passions]], <span class="bibl">Ph.1.113</span>, Plu.2.102d, <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>52</span>, <span class="bibl">57</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span> 239.6</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>32</span>:—written μετριο-πᾰθία, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.272 S.</span>
|Definition=[πᾰ], ἡ, [[restraint over the passions]], Ph.1.113, Plu.2.102d, App.''Pun.''52, 57, Alex.Aphr.''in Top.'' 239.6, Porph.''Sent.''32:—written [[μετριοπαθία]], Phld.''Rh.''2.272 S.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] ἡ, Mäßigung in Leidenschaften, Plut. adv. Col. 22 S. Emp. pyrrh. 1, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] ἡ, Mäßigung in Leidenschaften, Plut. adv. Col. 22 S. Emp. pyrrh. 1, 25.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />modération dans les passions <i>ou</i> dans les sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μετριοπαθής]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετριοπάθεια:''' (πᾰ) ἡ [[сдержанность в страстях]], [[умеренность]], [[выдержка]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετριοπάθεια''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[μετριότης]], περιορισμὸς τῶν παθῶν, Πλούτ. 2. 102D.
|lstext='''μετριοπάθεια''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[μετριότης]], περιορισμὸς τῶν παθῶν, Πλούτ. 2. 102D.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />modération dans les passions <i>ou</i> dans les sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μετριοπαθής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μετριοπάθεια]], Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [[μετριοπαθής]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μετριοπαθούς, [[περιορισμός]] του πάθους, [[εγκράτεια]], [[αυτοσυγκράτηση]], [[μετριοφροσύνη]] («οὐδὲ ὅσον ἦν [[φρόνημα]] τῇ ψυχῇ [[μετὰ]] πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] αδιαλλαξίας, [[συμβιβαστικότητα]], [[υποχωρητικότητα]], [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]] («για να αντιμετωπίσουμε την κρίσιμη [[κατάσταση]] [[πρέπει]] να δείξουμε [[μετριοπάθεια]]»).
|mltxt=η (Α [[μετριοπάθεια]], Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [[μετριοπαθής]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μετριοπαθούς, [[περιορισμός]] του πάθους, [[εγκράτεια]], [[αυτοσυγκράτηση]], [[μετριοφροσύνη]] («οὐδὲ ὅσον ἦν [[φρόνημα]] τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] αδιαλλαξίας, [[συμβιβαστικότητα]], [[υποχωρητικότητα]], [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]] («για να αντιμετωπίσουμε την κρίσιμη [[κατάσταση]] [[πρέπει]] να δείξουμε [[μετριοπάθεια]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''μετριοπάθεια:''' (πᾰ) ἡ сдержанность в страстях, умеренность, выдержка Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριοπάθεια Medium diacritics: μετριοπάθεια Low diacritics: μετριοπάθεια Capitals: ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: metriopátheia Transliteration B: metriopatheia Transliteration C: metriopatheia Beta Code: metriopa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, restraint over the passions, Ph.1.113, Plu.2.102d, App.Pun.52, 57, Alex.Aphr.in Top. 239.6, Porph.Sent.32:—written μετριοπαθία, Phld.Rh.2.272 S.

German (Pape)

[Seite 162] ἡ, Mäßigung in Leidenschaften, Plut. adv. Col. 22 S. Emp. pyrrh. 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
modération dans les passions ou dans les sentiments.
Étymologie: μετριοπαθής.

Russian (Dvoretsky)

μετριοπάθεια: (πᾰ) ἡ сдержанность в страстях, умеренность, выдержка Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μετριοπάθεια: ἡ, ὡς καὶ νῦν, μετριότης, περιορισμὸς τῶν παθῶν, Πλούτ. 2. 102D.

Greek Monolingual

η (Α μετριοπάθεια, Α διαφ. τ. μετριοπαθία) μετριοπαθής
1. η ιδιότητα του μετριοπαθούς, περιορισμός του πάθους, εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, μετριοφροσύνη («οὐδὲ ὅσον ἦν φρόνημα τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», Πλούτ.)
2. έλλειψη αδιαλλαξίας, συμβιβαστικότητα, υποχωρητικότητα, σύνεση, σωφροσύνη («για να αντιμετωπίσουμε την κρίσιμη κατάσταση πρέπει να δείξουμε μετριοπάθεια»).