μέταξα: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metaksa | |Transliteration C=metaksa | ||
|Beta Code=me/taca | |Beta Code=me/taca | ||
|Definition=ης, ἡ, | |Definition=ης, ἡ, [[raw silk]], Procop.''Arc.''25, Lyd.''Mag.''2.4, etc. (The etym. is unknown: an earlier Latin form [[mataxa]] in Lucil.1192, Vitr. 7.3.2 in the sense of 'floss', 'tow'.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[μέταξα]], Μ και μετάξα)<br />κλωστική και [[υφαντική]] ύλη που εκκρίνεται από την [[κάμπια]] του μεταξοσκώληκα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νήμα]] που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μέταξα]] τεχνητή» ή «[[μέταξα]] φυτική» — το [[ρεγιόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης ( | |mltxt=η (ΑΜ [[μέταξα]], Μ και μετάξα)<br />κλωστική και [[υφαντική]] ύλη που εκκρίνεται από την [[κάμπια]] του μεταξοσκώληκα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νήμα]] που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μέταξα]] τεχνητή» ή «[[μέταξα]] φυτική» — το [[ρεγιόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης ([[πρβλ]]. λατ. <i>m</i><i>ā</i><i>taxa</i> / <i>m</i><i>ē</i><i>taxa</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ης, ἡ, raw silk, Procop.Arc.25, Lyd.Mag.2.4, etc. (The etym. is unknown: an earlier Latin form mataxa in Lucil.1192, Vitr. 7.3.2 in the sense of 'floss', 'tow'.)
German (Pape)
[Seite 151] ἡ, auch μάταξα geschrieben, ein Fremdwort, rohe Seide, u. Seide überhaupt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μέταξα: ἡ, Λατ. metaxa, ἀκατέργαστον μετάξι, «μετάξι», Προκόπ., κτλ.· ὡσαύτως μάταξα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 46· - ὑποκορ. μετάξιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 760· - μεταξάριος, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὴν μέταξαν, «μεταξᾶς», Βασιλικ. Ἐκκλ. 25, τιτ. 12, § 56. - Ἅπαντα ξενικά· ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μέταξα, Μ και μετάξα)
κλωστική και υφαντική ύλη που εκκρίνεται από την κάμπια του μεταξοσκώληκα
νεοελλ.
1. νήμα που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη
2. φρ. «μέταξα τεχνητή» ή «μέταξα φυτική» — το ρεγιόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης (πρβλ. λατ. mātaxa / mētaxa)].