σίνδρων: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sindron
|Transliteration C=sindron
|Beta Code=si/ndrwn
|Beta Code=si/ndrwn
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mischievous</b>, glossed by <b class="b3">πονηρός</b>, Phot.; also = [[δουλέκδουλος]], Seleuc. ap. <span class="bibl">Ath.6.267c</span>:—Hsch. also cites σινδρός, ὁ, in gen. pl.</span>
|Definition=ωνος, ὁ, [[mischievous]], glossed by [[πονηρός]], Phot.; also = [[δουλέκδουλος]], Seleuc. ap. Ath.6.267c:—[[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] also cites σινδρός, ὁ, in gen. pl.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σίνδρων''': -ωνος, ὁ, = [[σιναρός]] ΙΙ, [[βλαπτικός]], [[βλαβερός]], Ἕρμων παρ’ Ἀθην. 267Β· ― [[ὡσαύτως]] = [[δουλέκδουλος]], δηλ. ἀεὶ τὴν βλάβην τοῦ κυρίου του σχεδιάζων, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει σινδρός, ὁ.
|lstext='''σίνδρων''': -ωνος, ὁ, = [[σιναρός]] ΙΙ, [[βλαπτικός]], [[βλαβερός]], Ἕρμων παρ’ Ἀθην. 267Β· ― [[ὡσαύτως]] = [[δουλέκδουλος]], δηλ. ἀεὶ τὴν βλάβην τοῦ κυρίου του σχεδιάζων, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει σινδρός, ὁ.
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br />[[πονηρός]], ύπουλος, [[βλαβερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σινδρός]]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[σινδρός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίνδρων Medium diacritics: σίνδρων Low diacritics: σίνδρων Capitals: ΣΙΝΔΡΩΝ
Transliteration A: síndrōn Transliteration B: sindrōn Transliteration C: sindron Beta Code: si/ndrwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, mischievous, glossed by πονηρός, Phot.; also = δουλέκδουλος, Seleuc. ap. Ath.6.267c:—Hsch. also cites σινδρός, ὁ, in gen. pl.

Greek (Liddell-Scott)

σίνδρων: -ωνος, ὁ, = σιναρός ΙΙ, βλαπτικός, βλαβερός, Ἕρμων παρ’ Ἀθην. 267Β· ― ὡσαύτως = δουλέκδουλος, δηλ. ἀεὶ τὴν βλάβην τοῦ κυρίου του σχεδιάζων, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει σινδρός, ὁ.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
πονηρός, ύπουλος, βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σινδρός].

German (Pape)

ὁ, = σινδρός.