πληροσέληνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pliroselinos
|Transliteration C=pliroselinos
|Beta Code=plhrose/lhnos
|Beta Code=plhrose/lhnos
|Definition=ον, [[full]], of the moon, Μήνη <span class="bibl">Man.2.490</span>; [[σελήνη]] Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>750</span>; ἡμέρα Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[πλησιφαής; τὸ π]]. [[full moon]], <span class="bibl">Lyd. <span class="title">Mens.</span>3.10</span>.
|Definition=πληροσέληνον, [[full]], of the moon, Μήνη Man.2.490; [[σελήνη]] Sch.Ar.''Nu.''750; ἡμέρα Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[πλησιφαής; τὸ π]]. [[full moon]], Lyd. ''Mens.''3.10.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληροσέληνος Medium diacritics: πληροσέληνος Low diacritics: πληροσέληνος Capitals: ΠΛΗΡΟΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: plērosélēnos Transliteration B: plēroselēnos Transliteration C: pliroselinos Beta Code: plhrose/lhnos

English (LSJ)

πληροσέληνον, full, of the moon, Μήνη Man.2.490; σελήνη Sch.Ar.Nu.750; ἡμέρα Suid. s.v. πλησιφαής; τὸ π. full moon, Lyd. Mens.3.10.

German (Pape)

[Seite 634] vollmondig, Eust.; τὸ πλ., Vollmond, Man. 2, 490.

Greek (Liddell-Scott)

πληροσέληνος: -ον, ἐπὶ τῆς πανσελήνου, σελήνη Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 750· ἡμέρα Σουΐδ. ἐν λέξ. πλησιφαής· ― τὸ πληροσέληνον, ἡ πανσέληνος, Βυζ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. (για τη σελήνη) γεμάτος, πανσέληνος
2. (για την ημέρα) ολοφώτιστος, πλησιφαής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πληροσέληνον
η πανσέληνος
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.πληροσέληνος
μτφ. εκκλ. λαμπρότητα, δόξαἐκκλησία... νικήσασα τὸν ὄφιν καὶ τῆς πληροσελήνου τῆς ἑαυτῆς τὰς νεφέλας... ἀπωσαμένη», Μεθόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ευσέληνος, πανσέληνος].