ἀναρμοστέω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anarmosteo
|Transliteration C=anarmosteo
|Beta Code=a)narmoste/w
|Beta Code=a)narmoste/w
|Definition=[[not to fit]] or [[suit]], τινί <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>462a</span>; πρὸς ἄλληλα <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span>253a</span>; of musical instruments, to [[be out of tune]], Id.<span class="title">Grg.</span> <span class="bibl">482b</span> (cj.).
|Definition=[[not to fit]] or [[suit]], τινί [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 462a; πρὸς ἄλληλα Id.''Sph.''253a; of musical instruments, to [[be out of tune]], Id.''Grg.'' 482b (cj.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρμοστέω Medium diacritics: ἀναρμοστέω Low diacritics: αναρμοστέω Capitals: ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΩ
Transliteration A: anarmostéō Transliteration B: anarmosteō Transliteration C: anarmosteo Beta Code: a)narmoste/w

English (LSJ)

not to fit or suit, τινί Pl.R. 462a; πρὸς ἄλληλα Id.Sph.253a; of musical instruments, to be out of tune, Id.Grg. 482b (cj.).

Spanish (DGE)

1 estar en desacuerdo, no concordar πρὸς ἄλληλα Pl.Sph.253a, ἐν ... σχήματι νόμου Pl.Lg.718b, c. dat. τῷ δὲ τοῦ κακοῦ (ἴχνει) Pl.R.462a.
2 desafinar τὴν λύραν μοι κρεῖττον εἶναι ἀναρμοστεῖν τε καὶ διαφωνεῖν ... ἢ ... Pl.Grg.482b.

German (Pape)

[Seite 205] nicht zusammen passen, Gegensatz von ξυναρμόττω, πρὸς ἄλληλα Plat. Soph. 253 a; τινί, Rep. V, 462 a; von musikalischen Instrumenten, verstimmt sein, z. B. von der Lyra, ἀν. καὶ διαφωνεῖν Gorg. 482 b.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
n'être pas d'accord : τινι, πρός τι avec qch ; abs. n'être pas accordé en parl. d'instrument de musique.
Étymologie: ἀνάρμοστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρμοστέω:
1 не согласовываться, не подходить, не гармонировать (πρὸς ἄλληλα и τινι Plat.);
2 быть расстроенным (λύρα ἀναρμοστεῖ Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρμοστέω: εἶμαι ἀνάρμοστος, δὲν προσαρμόζομαι, δὲν ἁρμόζω, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁρμόττω, μ. δοτ. ἆρα ἃ νῦν διήλθομεν εἰς μὲν τὸ τοῦ ἀγαθοῦ ἴχνος ἡμῖν ἁρμόττει, τῷ δὲ τοῦ κακοῦ ἀναρμοστεῖ; Πλάτ. Πολ. 462Α, πρός τι, τὰ μὲν ἀναρμοστεῖ που πρὸς ἄλληλα, τὰ δὲ ξυναρμόττει Σοφ. 253Α· ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, παραφώνως ἠχῶ, κάμνω παραφωνίας, Heind. Πλάτ. Γοργ. 482Β.

Greek Monotonic

ἀναρμοστέω: μέλ. -ήσω (ἀνάρμοστος), δεν είμαι πρέπων ή κατάλληλος, τινί ή πρός τι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀνάρμοστος
not to fit or suit, τινί or πρός τι Plat.