περικίων: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikion
|Transliteration C=perikion
|Beta Code=periki/wn
|Beta Code=periki/wn
|Definition=ον, gen. ονος, [[surrounded with pillars]], θάλαμοι <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>369.5</span> (lyr.); <b class="b3">περικίονας ναούς</b> (Elmsl. for [[ναοῦ]] or [[ναῶν]]) <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>405</span> (lyr.).
|Definition=περικίον, gen. ονος, [[surrounded with pillars]], θάλαμοι E.''Fr.''369.5 (lyr.); <b class="b3">περικίονας ναούς</b> (Elmsl. for [[ναοῦ]] or [[ναῶν]]) Id.''IT''405 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικῑων Medium diacritics: περικίων Low diacritics: περικίων Capitals: ΠΕΡΙΚΙΩΝ
Transliteration A: perikíōn Transliteration B: perikiōn Transliteration C: perikion Beta Code: periki/wn

English (LSJ)

περικίον, gen. ονος, surrounded with pillars, θάλαμοι E.Fr.369.5 (lyr.); περικίονας ναούς (Elmsl. for ναοῦ or ναῶν) Id.IT405 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 579] ονος, wie περίστυλος, mit Säulen umgeben, u. subst. ὁ u. ἡ, Säulengang, Gallerie, Eur. frg. Erechth. 13, 7.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
entouré de colonnes.
Étymologie: περί, κιών¹.

Russian (Dvoretsky)

περικίων: 2, gen. ονος (κῑ) окруженный колоннами (ναός Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

περικίων: [ῑ], -ον, ὁ ἔχων πέριξ κίονας, περίστυλος, «εἴποις δ’ ἂν τὸν περίστυλον τόπον καὶ περικίονα (καὶ γὰρ στῦλος καὶ κίων ὀνομάζεται)» (Σχολ.), περικίοσι θαλάμοις Εὐρ. Ἀποσπ. 370. 7· περικίονας ναοὺς (κατὰ τὸν Elmsl. ἀντὶ ναῶν) ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 405, πρβλ. ἀμφικίων.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, ο περίστυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κίων, -ονος (πρβλ. αμφικίων)].

Greek Monotonic

περικίων: [ῑ], -ον, αυτός που περιβάλλεται με κίονες, σε Ευρ.

Middle Liddell

περῑκίων, ον,
surrounded with pillars, Eur.