ἐπιφάσκω: Difference between revisions
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epifasko | |Transliteration C=epifasko | ||
|Beta Code=e)pifa/skw | |Beta Code=e)pifa/skw | ||
|Definition=[[pretend]], [[profess]], c. inf., εἰδέναι σαφῶς | |Definition=[[pretend]], [[profess]], c. inf., εἰδέναι σαφῶς Ph.1.457; [[ἰᾶσθαι]] Id. ap. Eus.''PE''8.14; [[act]] a part, ἐ. τὸν [σεμνόν] Phld.''Vit.''p.36J.; τὸν πλούσιον Ph.2.536. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
pretend, profess, c. inf., εἰδέναι σαφῶς Ph.1.457; ἰᾶσθαι Id. ap. Eus.PE8.14; act a part, ἐ. τὸν [σεμνόν] Phld.Vit.p.36J.; τὸν πλούσιον Ph.2.536.
German (Pape)
[Seite 999] (s. φάσκω), aussagen, behaupten, Philo.
French (Bailly abrégé)
alléguer, déclarer.
Étymologie: ἐπί, φάσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφάσκω: διισχυρίζομαι, ἐπαγγέλλομαι, διαβεβαιῶ, μετ’ ἀπαρ., Φίλων παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 388D· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπ. τὸν πλούσιον ὁ αὐτ. 2. 536.
Greek Monolingual
ἐπιφάσκω (Α)
1. ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, υπόσχομαι («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾶσθαι», Ευσ.)
2. (με έναρθρο επίθ.) προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι («ἐπιφάσκων τὸν πάνυ πλούσιον», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάσκω, παράλλ. τ. του φημί «λέγω»].