ὑράξ: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yraks
|Transliteration C=yraks
|Beta Code=u(ra/c
|Beta Code=u(ra/c
|Definition=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[promiscuously]], Hsch.; Aeol. ὔρραξ Theognost. <span class="title">Can.</span> 23, interpol. in Suid. ὕργα· [[πτύον]], Theognost.<span class="title">Can.</span>23: cf. [[ὕριγγα]].</span>
|Definition=Adv. [[promiscuously]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; Aeol. [[ὔρραξ]] Theognost. ''Can.'' 23, interpol. in Suid. ὕργα· [[πτύον]], Theognost.''Can.''23: cf. [[ὕριγγα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αιολ. τ. ὔρραξ Α<br /><b>επίρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μίγδην]], ἀναμείξ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -<i>άξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εὐρ</i>-<i>άξ</i>, <i>πατ</i>-<i>άξ</i>). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί [[άλλος]] τ. του [[εὐράξ]], ενώ η [[σύνδεση]] με τον τ. [[ὕραξ]] «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=και αιολ. τ. ὔρραξ Α<br /><b>επίρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μίγδην]], ἀναμείξ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -<i>άξ</i> ([[πρβλ]]. [[εὐράξ]], [[πατάξ]]). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί [[άλλος]] τ. του [[εὐράξ]], ενώ η [[σύνδεση]] με τον τ. [[ὕραξ]] «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{pape
|ptext=adv., <i>[[vermischt]], [[untereinander]]</i>, Hesych. und Suid. (von [[σύρω]] od. [[φύρω]] [[abgeleitet]]).
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑράξ Medium diacritics: ὑράξ Low diacritics: υράξ Capitals: ΥΡΑΞ
Transliteration A: hyráx Transliteration B: hyrax Transliteration C: yraks Beta Code: u(ra/c

English (LSJ)

Adv. promiscuously, Hsch.; Aeol. ὔρραξ Theognost. Can. 23, interpol. in Suid. ὕργα· πτύον, Theognost.Can.23: cf. ὕριγγα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑράξ: ἐπίρρ., «μίγδην, ἀναμὶξ» Ἡσύχ.: Αἰολ. ὕρραξ Θεογνώστου Κανόνες σ. 23, Σουΐδ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 77. (Πρβλ. σύρω, φύρω).

Greek Monolingual

και αιολ. τ. ὔρραξ Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μίγδην, ἀναμείξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -άξ (πρβλ. εὐράξ, πατάξ). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί άλλος τ. του εὐράξ, ενώ η σύνδεση με τον τ. ὕραξ «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].

German (Pape)

adv., vermischt, untereinander, Hesych. und Suid. (von σύρω od. φύρω abgeleitet).