ὑράξ: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yraks | |Transliteration C=yraks | ||
|Beta Code=u(ra/c | |Beta Code=u(ra/c | ||
|Definition=Adv. [[promiscuously]], Hsch.; Aeol. ὔρραξ Theognost. | |Definition=Adv. [[promiscuously]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; Aeol. [[ὔρραξ]] Theognost. ''Can.'' 23, interpol. in Suid. ὕργα· [[πτύον]], Theognost.''Can.''23: cf. [[ὕριγγα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. promiscuously, Hsch.; Aeol. ὔρραξ Theognost. Can. 23, interpol. in Suid. ὕργα· πτύον, Theognost.Can.23: cf. ὕριγγα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑράξ: ἐπίρρ., «μίγδην, ἀναμὶξ» Ἡσύχ.: Αἰολ. ὕρραξ Θεογνώστου Κανόνες σ. 23, Σουΐδ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 77. (Πρβλ. σύρω, φύρω).
Greek Monolingual
και αιολ. τ. ὔρραξ Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μίγδην, ἀναμείξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -άξ (πρβλ. εὐράξ, πατάξ). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί άλλος τ. του εὐράξ, ενώ η σύνδεση με τον τ. ὕραξ «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].
German (Pape)
adv., vermischt, untereinander, Hesych. und Suid. (von σύρω od. φύρω abgeleitet).