συνεκδρομή: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synekdromi | |Transliteration C=synekdromi | ||
|Beta Code=sunekdromh/ | |Beta Code=sunekdromh/ | ||
|Definition=ἡ, [[running out together]]: metaph., [[following the same rule]], [[analogy]], | |Definition=ἡ, [[running out together]]: metaph., [[following the same rule]], [[analogy]], A.D.''Adv.''142.9, ''Synt.'' 49.14, Simp. ''in Ph.''274.25, Eust.341.22, ''EM''66.52. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, running out together: metaph., following the same rule, analogy, A.D.Adv.142.9, Synt. 49.14, Simp. in Ph.274.25, Eust.341.22, EM66.52.
German (Pape)
[Seite 1012] ἡ, gemeinschaftliches Auslaufen, gemeinschaftlicher Ausfall u. Angriff, Sp.
Russian (Dvoretsky)
συνεκδρομή: ἡ грам. отклонение по аналогии, аналогическая неправильность.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκδρομή: ἡ, τὸ συνεκτρέχειν μεταφ., ὁ κατ’ ἀναλογίαν ἄλλης λέξεως σχηματισμός, Α. Β. 552, Εὐστ. 431. 23, Ἐτυμ. Μέγ. 66, 50-2., 44, 16· ἴδε ἀκαμαντοχάρμας.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
1. η από κοινού εξόρμηση, έφοδος
2. μτφ. (για λέξεις) αναλογία, ομοιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκδρομή «εξόρμηση, μετάβαση». Η λ. αποτελεί εκφραστικό της ρημ. ενέργειας του ρ. συνεκτρέχω.