συνθεατής: Difference between revisions
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
(40) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntheatis | |Transliteration C=syntheatis | ||
|Beta Code=sunqeath/s | |Beta Code=sunqeath/s | ||
|Definition= | |Definition=συνθεατοῦ, ὁ, [[fellow-spectator]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 523a, ''La.''179e: fem. [[συνθεάτρια]], Ar.''Fr.''472: but, [[fellow-actress]], Procop.''Arc.''9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[spectateur avec d'autres]].<br />'''Étymologie:''' [[συνθεάομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-θεᾱτής -οῦ, ὁ medetoeschouwer, medebeschouwer. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der mit [[betrachtet]]</i>, Plat. <i>Rep</i>. VII.523a. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνθεᾱτής:''' οῦ ὁ [[вместе смотрящий]] Plat. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αττ. τ. ξυνθεατής, ό, θηλ. [[συνθεάτρια]], Α [[συνθεῶμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται και παρακολουθεί [[θέατρο]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> (για ηθοποιούς, μίμους) [[συνάδελφος]] [[ηθοποιός]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνθεᾱτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που είναι επίσης [[θεατής]], που κάθεται μαζί με κάποιον στο [[θέατρο]] και παρακολουθεί την [[παράσταση]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνθεᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς θεατὴν ὤν, ὁ καθήμενος [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἐν τῷ θεάτρῳ καὶ θεώμενος, Πλάτ. Πολ. 523Α, Λάχ. 179Ε· ― θηλ. συνθεάτρια, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 399. | |lstext='''συνθεᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς θεατὴν ὤν, ὁ καθήμενος [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἐν τῷ θεάτρῳ καὶ θεώμενος, Πλάτ. Πολ. 523Α, Λάχ. 179Ε· ― θηλ. συνθεάτρια, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 399. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=συν-θεᾱτής, οῦ, ὁ,<br />a [[fellow]]-[[spectator]], Plat. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[fellow-spectator]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
συνθεατοῦ, ὁ, fellow-spectator, Pl.R. 523a, La.179e: fem. συνθεάτρια, Ar.Fr.472: but, fellow-actress, Procop.Arc.9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
spectateur avec d'autres.
Étymologie: συνθεάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θεᾱτής -οῦ, ὁ medetoeschouwer, medebeschouwer.
German (Pape)
ὁ, der mit betrachtet, Plat. Rep. VII.523a.
Russian (Dvoretsky)
συνθεᾱτής: οῦ ὁ вместе смотрящий Plat.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνθεατής, ό, θηλ. συνθεάτρια, Α συνθεῶμαι
1. αυτός που κάθεται και παρακολουθεί θέατρο μαζί με άλλον
2. το θηλ. (για ηθοποιούς, μίμους) συνάδελφος ηθοποιός.
Greek Monotonic
συνθεᾱτής: -οῦ, ὁ, αυτός που είναι επίσης θεατής, που κάθεται μαζί με κάποιον στο θέατρο και παρακολουθεί την παράσταση, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνθεᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς θεατὴν ὤν, ὁ καθήμενος ὁμοῦ μετά τινος ἐν τῷ θεάτρῳ καὶ θεώμενος, Πλάτ. Πολ. 523Α, Λάχ. 179Ε· ― θηλ. συνθεάτρια, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 399.
Middle Liddell
συν-θεᾱτής, οῦ, ὁ,
a fellow-spectator, Plat.